- Βολιβία
- Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη θάλασσα. Τα σύνορά της δεν περιλαμβάνουν μια ενιαία περιοχή και, υπό την έννοια αυτή, έχοντας προπάντων υπόψη την απομόνωσή της, λίγα άλλα κράτη της Νότιας Αμερικής ορίστηκαν τόσο τεχνητά. Η γεωγραφική και ιστορική καρδιά της χώρας βρίσκεται στις Άνδεις, μεταξύ της Σούκρε, της παλαιάς αποικιακής πρωτεύουσας, της Ποτοσί και της Λα Πας. Τα σύνορα καθορίστηκαν ύστερα από μακροχρόνιους πολέμους με τις γειτονικές χώρες, που χαρακτήρισαν τη βολιβιανή ιστορία. Εκτός από την περιοχή του Αμαζονίου, προς τη Βραζιλία, όπου οι ποταμοί, ως οδοί προσπέλασης, αποτελούν φυσικά και συχνά κατ’ ανάγκη τις συνοριακές γραμμές, σε λίγες περιπτώσεις τα σύνορα αυτά ακολουθούν φυσικές γραμμές.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 9 διαμερίσματα (σε παρένθεση ο πληθυσμός του 2000): Ελ Μπένι (Εl Βeni, 366.047), Κοτσαμπάμπα (Cochabamba, 1.524.724), Λα Πας (La Ρaz, 2.406.377), Ορούρο (Οruro, 393.991), Πάντο (Ρando, 57.316), Ποτοσί (Ρotosi, 774.696), Σάντα Κρους (Santa Cruz, 1.812.522), Ταρίγια (Τarijia, 403.079) και Τσουκισάκα (Chucuisaca, 589.948).Η επίσημη γλώσσα της Β. είναι η ισπανική, ενώ ως επίσημες έχουν αναγνωριστεί και οι γλώσσες των αυτοχθόνων κέτσουα (quenchua) και αϊμαρά (aymara). Οι αυτόχθονες Αμερικανοί αποτελούν το 55% του συνολικού πληθυσμού (Κέτσουα 30% και Αϊμαρά 25%) και το υπόλοιπο 45% συμπληρώνεται από τους μιγάδες (Μestizo, 30%), οι οποίοι προέρχονται από τη μείξη του λευκού πληθυσμού και των αυτοχθόνων, και τους λευκούς (15%).Πολίτευμα της Β., η οποία είναι ανεξάρτητη από το 1825, είναι η προεδρική δημοκρατία. Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1947, που τροποποιήθηκε αρκετές φορές, ο πρόεδρος της δημοκρατίας, που εκλέγεται μαζί με τον αντιπρόεδρο με άμεση καθολική ψηφοφορία για τέσσερα χρόνια, ασκεί την εκτελεστική εξουσία. Τη νομοθετική εξουσία ασκεί το εθνικό κογκρέσο, που αποτελείται από δύο σώματα, τη γερουσία (27 μέλη) και τη βουλή (130 μέλη), τα μέλη των οποίων εκλέγονται για μια πενταετία. Τη διοίκηση στις επαρχίες ακούν οι έπαρχοι, οι οποίοι βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από τον πρόεδρο της χώρας, ενώ στις μεγάλες πόλεις εκλέγονται τοπικά συμβούλια με αυξημένες αρμοδιότητες σε σχέση με εκείνες των επαρχιών.Στις εκλογές του 1997 τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο συνασπισμός των τριών λαοφιλέστερων κομμάτων, της Επαναστατικής Αριστεράς, της Εθνικής Δημοκρατικής Κίνησης και της Πολιτικής Αλληλεγγύης. Τα μεγάλα κόμματα που υπάρχουν στη Β. είναι συνολικά 10. Την προεδρία της Β. ασκεί από το 2001 ο Φερνάντο Κβιρόγκα Ραμίρες (Fernando Quiroga Ramirez).Οι δικαστές του ανώτατου δικαστηρίου (13 μέλη) εκλέγονται για μια δεκαετία και ελέγχονται από το κογκρέσο. Το ανώτατο δικαστήριο εδρεύει στη Σούκρε και διαιρείται σε τέσσερα τμήματα, δύο αστικά και δύο ποινικά, από τρεις δικαστές το καθένα. Σε κάθε διαμέρισμα υπάρχει περιφερειακό δικαστήριο· υπάρχουν επίσης πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια και ειρηνοδικεία στις μικρότερες τοποθεσίες.Η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού (95%) πρεσβεύει το ρωμαιοκαθολικό δόγμα, ενώ ένα 5% του πληθυσμού είναι προτεστάντες. Ο αυτόχθων πληθυσμός ακολουθεί ένα μείγμα ρωμαιοκαθολικού χριστιανισμού με ανιμιστικές τελετουργίες.Η διάρκεια της στοιχειώδους εκπαίδευσης είναι 8ετής, υποχρεωτική και δωρεάν. Το 18,5% του κρατικού προϋπολογισμού του 1994 διατέθηκε για την παιδεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί ο αναλφαβητισμός, κυρίως στις αγροτικές περιοχές όπου ζουν οι αυτόχθονες. Το 1995 οι αναλφάβητοι ανέρχονταν στο 16,9% του συνολικού πληθυσμού. Η μέση εκπαίδευση (4 χρόνια) δεν είναι υποχρεωτική. Στη Β. υπάρχουν 8 κρατικά πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων και ένα από τα αρχαιότερα της αμερικανικής ηπείρου, το πανεπιστήμιο του Αγίου Φραγκίσκου Ξαβιέ που ιδρύθηκε το 1624, καθώς και 2 ιδιωτικά.Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική για έναν χρόνο. Οι ένοπλες δυνάμεις αποτελούνται από στρατό ξηράς (30.000), αεροπορία (3.000) και ναυτικό (2.500).Η πρόνοια είναι αρκετά υποβαθμισμένη λόγω της οικονομικής κατάστασης της Β. Χαρακτηριστική είναι η βρεφική θνησιμότητα που είναι από τις πιο υψηλές στη Νότια Αμερική και σύμφωνα με στοιχεία του 2002 αντιστοιχεί σε 58 θανάτους ανά 1.000 γεννήσεις. Η ιατρική περίθαλψη και τα νοσοκομεία είναι σχεδόν ανύπαρκτα στις αγροτικές περιοχές και το σύστημα υγείας που έχει εισαχθεί από το 1995 διακρίνεται από αρκετές αδυναμίες.Το βολιβιανό έδαφος (που περιλαμβάνεται μεταξύ Τροπικού του Αιγόκερω και 10ο νότιου γεωγραφικού πλάτους) εκτείνεται περίπου κατά το ένα τρίτο στο κεντρικό τμήμα των Άνδεων και κατά το υπόλοιπο στις ευρείες πεδεμόντιες επιφάνειες και στα υψώματα που χωρίζουν τις λεκάνες του Αμαζονίου και του Παραγουάη. Χωρίς διεξόδους στη θάλασσα, ανάμεσα σε ψηλά βουνά και υγρά και προσχωσιγενή βαθύπεδα, παρουσιάζει συνεπώς μεγάλη ποικιλία από περιβάλλοντα, εξαιτίας κυρίως των υψομετρικών διαφορών και των ισχυρών κλιματικών αντιθέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο τμήματα της χώρας.
Το ανδικό τμήμα αποτελείται βασικά από δύο ορεινά συγκροτήματα που αντιστοιχούν στην Κορδιλιέρα Σεντράλ (Κεντρική Κορδιλιέρα) και στην Κορδιλιέρα Οριεντάλ (Ανατολική Κορδιλιέρα), που φτάνει στο μεγαλύτερο ύψος στην Κορδιλιέρα Ρεάλ, πάνω από τη λίμνη Τιτικάκα. Οι κορδιλιέρες αυτές κρασπεδώνουν ένα εκτεταμένο υψίπεδο (το Αλτιπλάνο), μια μεγάλη μάζα δηλαδή που διασχίζεται από χαμηλές περιοχές οι οποίες σχηματίζουν τη λεκάνη Τιτικάκα και εκτεταμένες σαλάρες (αλυκές).
Οι ανατολικές πλαγιές των Άνδεων ορίζουν τη Β. των λιάνος, περιοχή που διαρρέεται από ποταμούς οι οποίοι κατεβαίνουν από την κορδιλιέρα και είναι πολύ διαφορετική από το περιβάλλον των Άνδεων (με το οποίο συνδέεται μέσω μακριών κοιλάδων) στη μορφολογία, στο κλίμα, στη ζωική και φυτική ζωή, καθώς και από ανθρωπολογική άποψη. Η πρωτοτυπία των βολιβιανών Άνδεων είναι συνδεδεμένη με την παρουσία των άγονων υψιπέδων (αλτιπλάνος), που εκτείνονται από τα βόρεια στα νότια, από τη λίμνη Τιτικάκα μέχρι τα σύνορα με την Αργεντινή, σε συνολικό μήκος περίπου 800 χλμ., και ορίζονται από την Κορδιλιέρα Οσιντεντάλ (Δυτική Κορδιλιέρα), ηφαιστειακή και άγονη, και από την Κορδιλιέρα Οριεντάλ, που δέχεται περισσότερες βροχοπτώσεις. Στα δυτικά, κατά μήκος της μεθορίου με τη Χιλή, μια σειρά από μεγάλα ηφαίστεια (ανάμεσα στα οποία το Σαχάμα, 6.544 μ.) έχουν τους κώνους τους πάνω από εκτεταμένα λαβικά υψίπεδα και ψηλές κόγχες. Μερικά από τα ηφαίστεια αυτά είναι ακόμα ενεργά. Στα ανατολικά, αντίθετα, η Κορδιλιέρα Οριεντάλ διαγράφει έναν αγκώνα, παίρνοντας, στα νότια του 17ου παραλλήλου, διεύθυνση προς τα νότια. Στο πλάτος της, που κυμαίνεται από τα 100 έως τα 150 χλμ., περιλαμβάνει διάφορα δομικά και ορεογραφικά στοιχεία· από τα περουβιανά σύνορα διαδέχονται η μία την άλλη: η Κορδιλιέρα δε Απολομπάμπα, το ψηλότερο σημείο της οποίας ξεπερνά τα 6.000 μ. και όπου εκτεταμένοι παγετώνες υπάρχουν πάνω από τα 5.000 μ., ενώ τη διασχίζουν βαθιές κοιλάδες από τα 2.000 μέχρι τα 3.000 μ.· η Κορδιλιέρα Ρεάλ, που υψώνει τις μεγάλες της κορυφές, την Ιλιαμπού (6.421 μ.) και την Ιλιμάνι (6.322 μ.), κοντά στη Λα Πας και γύρω από τη λίμνη Τιτικάκα· η Κορδιλιέρα δε Κίμσα Κρους και δε Κοτσαμπάμπα, λιγότερο ψηλές και συνεπώς χωρίς παγετώνες.
Οι βαθιές κοιλάδες της Κορδιλιέρας Οριεντάλ, όπως και οι λεκάνες που βρίσκονται σε μέρος προφυλαγμένο από τους υγρούς ανέμους, καλύπτονται από μια στέπα με ακανθώδη φυτά στα ψηλά τμήματα (βάλιες), ενώ στις γιούνγκας, πιο χαμηλά, βρίσκεται ένα δασικό περιβάλλον, πιο πλούσιο στις ανατολικές πλαγιές, που καλύπτονται από ένα δάσος ψηλών βουνών με πυκνό υποδάσος από φτέρες και μπαμπού, στο οποίο δεσπόζουν μερικά ψηλά δέντρα με θολωτό φύλλωμα. Οι χαμηλές περιοχές του ανατολικού τμήματος της Β. χαρακτηρίζονται από δύο βασικούς τύπους μορφολογίας: προσχωσιγενείς πεδιάδες και βραχώδη οροπέδια. Τα τελευταία αυτά, που βρίσκονται στο ακραίο κεντροανατολικό τμήμα της χώρας και είναι γενικά γνωστά ως οροπέδια Τσικίτος και Βελάσκο, αποτελούν ένα τμήμα της βραζιλιάνικης ασπίδας· τα πανάρχαια πετρώματα του προκάμβριου που αποτελούν τον σκελετό τους παρουσιάζουν εκτεταμένες διαβρωμένες επιφάνειες· ψαμμιτικά στρώματα, που ακουμπούν ανώμαλα στην αρχαία μάζα, κάνουν πιο τραχύ το ανάγλυφο, στο οποίο αναδύεται η Σερανία δε Σαντιάγο (1.425 μ.).
Οι προσχωσιγενείς πεδιάδες του Μπένι και του Μαμορέ, μαζί με τις πιο περιορισμένες του Τσάκο, καταλαμβάνουν μια εκτεταμένη ζώνη καθίζησης ανάμεσα στη βραζιλιάνικη ασπίδα και τις οροσειρές των Άνδεων. Η λεκάνη αυτή καλύφθηκε από φερτές ύλες, που μετατοπίστηκαν ελαφρά από αντικλινικούς θόλους και συγκλινικές κόγχες, γεγονός που διευκόλυνε τη συγκέντρωση, κοντά στις Άνδεις, κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου. Η επιφάνεια των πεδιάδων αυτών είναι διάσπαρτη από χαλικώδεις και αμμώδεις προσχώσεις που προέρχονται από τις γειτονικές Άνδεις. Ένα τμήμα των άμμων αυτών σχηματίζει τη σειρά των θινών που εκτείνεται κάτω από τη Σάντα Κρους, στα όρια των Μπανιάδος ντελ Ισοσόχ, ενός εκτεταμένου βαθυπέδου γεμάτου με άργιλο και λάσπη. Όπως όλες οι άλλες ανδικές χώρες που βρίσκονται στο εσωτερικό της διακεκαυμένης ζώνης, έτσι και η Β. παρουσιάζει κλιματικές συνθήκες που επηρεάζονται πολύ από το υψόμετρο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το τμήμα των Άνδεων. Συνεπώς, η αστρονομική θέση είναι καθοριστική μονάχα για τα ανατολικά βαθύπεδα. Το δυτικό κράσπεδο των Άνδεων, ιδιαίτερα, βρίσκεται σταθερά υπό την επίδραση των μαζών ψυχρού και ξηρού αέρα που προέρχονται από τον αντικυκλώνα του νότιου Ειρηνικού. Καθώς προχωρούμε προς τον Ισημερινό, ο αέρας αυτός θερμαίνεται προοδευτικά και έτσι, απομακρυνόμενος από το σημείο κορεσμού, τείνει να απορροφήσει περισσότερη υγρασία, προκαλώντας στα εδάφη που διασχίζει συνθήκες ξηρασίας. Η Κορδιλιέρα Οριεντάλ, αντίθετα, και ιδιαίτερα η Κορδιλιέρα Ρεάλ, υπόκεινται στην επίδραση των ΝΑ αληγών ανέμων, που κάνουν να γλιστρούν κατά μήκος των ανδικών πλαγιών οι υγρές και θερμές μάζες αέρα, χωρίς να επηρεάζουν παρά ελάχιστα τις περιοχές των βαθυπέδων, που έχουν κλίμα με δύο εποχές, συνδεδεμένο με τις μετατοπίσεις της λωρίδας των μεσοτροπικών συγκλίσεων και με τις κυκλωνικές επιδράσεις του Ατλαντικού. Αποτέλεσμα είναι, γενικά, μια αξιοσημείωτη κλιματική αντίθεση ανάμεσα στην ανδική περιοχή και στις ανατολικές πεδιάδες: βροχερές, θερμές και υγρές οι τελευταίες αυτές, φτωχή σε βροχοπτώσεις και επηρεασμένη από το υψόμετρο η πρώτη. Αλλά και ανάμεσα στα χαμηλά και ψηλά επίπεδα της ανδικής περιοχής οι κλιματικές συνθήκες ποικίλλουν αισθητά: από τις τροπικές και υγρές των κοιλάδων, των γιούνγκας, περνάμε σε ένα ορεινό κλίμα, με μέσες ετήσιες θερμοκρασίες 10-15°C και με μέγιστες τιμές βροχοπτώσεων από 200 έως 800 χιλιοστά τον χρόνο, που αυξάνονται με την ελάττωση των γεωγραφικών πλατών, από τον Δεκέμβριο έως τον Μάρτιο. Στις πιο ψηλές ορεινές ζώνες οι βροχοπτώσεις παίρνουν χιονώδη χαρακτήρα· βρισκόμαστε στην κυριαρχία των τιέρας ελάδας, στις οποίες παρατηρείται παγετωνική δράση (πάνω από τα 5.000 μ.).
Διαφορετικό είναι επίσης το κλίμα των βαθυπέδων, σε σχέση με την έκθεση και το υψόμετρο. Στο ισημερινό κλίμα, πιο σωστά αμαζονικό, του βορειότερου τμήματος υπεισέρχεται προοδευτικά, προς τα νότια, ένα υποτροπικό κλίμα· στα οροπέδια της Τσικίτος και στο Τσάκο η ποσότητα των βροχοπτώσεων ελαττώνεται ολοένα και περισσότερο εξαιτίας της αύξησης της τροπικότητας και του προοδευτικού περιορισμού της βροχερής εποχής.Η φυτική επικάλυψη του βολιβιανού εδάφους επηρεάζεται αξιοσημείωτα από τις κλιματικές συνθήκες, προπάντων από τη διαφορετική κατανομή των βροχών και την προοδευτική μείωσή τους προς τα νότια και προς τα νοτιοδυτικά.
Στις βόρειες και ανατολικές περιοχές βασιλεύει το ισημερινό δάσος, πάντοτε οργιαστικό και πλούσιο σε είδη, το οποίο, αλλάζοντας βαθμιαία όψη, ανεβαίνει επίσης τις κοιλάδες της ανατολικής πλαγιάς των Άνδεων. Στις τελευταίες αυτές, μεταξύ 500 και 1.800 μ., η βλάστηση παίρνει την εμφάνιση πλούσιου τροπικού δάσους. Στο υψίπεδο, έξω από τις ζώνες που γειτονεύουν με τις μεγάλες λίμνες, που μετριάζουν κάπως τη δριμύτητα του κλίματος, δεσπόζει η πούνα, πραγματική στέπα που αποτελείται κυρίως από αγρωστώδη όπως η στίπα.
Τα κάμπος είναι φυτικοί συνδυασμοί όμοιοι με τη σαβάνα, εκτεταμένες εκτάσεις που καλύπτονται από ψηλές πόες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν εδώ και εκεί συστάδες με ψηλό κορμό· η σχέση πόες-δέντρα μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από τόπο σε τόπο, έτσι που ξεχωρίζουν τα κάμπος λίμπιος, στα οποία τα δενδρώδη είδη λείπουν τελείως, και τα κάμπος σεράδος, στα οποία τα δέντρα δεσπόζουν ώσπου σχηματίζουν πυκνά δάση.
Και η πανίδα όμως κατανέμεται σε δύο βασικά διαφορετικά διαμερίσματα. Το πρώτο αντιπροσωπεύεται από το υψίπεδο, σχετικά φτωχό σε είδη και άτομα. Τα πιο τυπικά ζώα είναι οι καμηλίδες, το λάμα και το αλπακά, που εκτρέφονται επίσης κατά μεγάλους αριθμούς. Αρκετά πιο διαφορετική και πλούσια είναι αντίθετα η πανίδα των ανατολικών πεδιάδων, όπου είναι πολυάριθμα τα αμφίβια, τα ερπετά και τα πουλιά, καθώς και θηλαστικά, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ιαγουάροι, πέκαρι, σκαντζόχοιροι και μυρμηγκοφάγοι.Το βασικό χαρακτηριστικό του βολιβιανού υδρογραφικού δικτύου είναι παρουσία, στα υψίπεδα των Άνδεων, μιας σειράς από κλειστές λεκάνες, τα νερά των οποίων δεν φτάνουν στη θάλασσα, αλλά χάνονται στις σαλάρες ή εξατμίζονται. Στον ενδορροϊσμό αυτό, συνδεδεμένο τόσο με τις κλιματικές όσο και με τις μορφολογικές συνθήκες, αντιτίθεται στα βαθύπεδα μια υδρογραφία καθαρά εξωρροϊκή, με ποταμούς που ρέουν γενικά από τα νότια στα βόρεια και οι οποίοι εκβάλλουν λίγο ή πολύ άμεσα στον Μαδέιρα και συνεπώς στον Αμαζόνιο. Τροφοδοτούμενοι από τις βροχές της υγρής ανατολικής πλευράς, οι ποταμοί αυτοί είναι πλωτοί για μεγάλο τμήμα του ρου τους, αμέσως κάτω από τους καταρράκτες που βρίσκονται στη βάση των Άνδεων (καταρράκτες Εσπεράνσα και Γκουαχαρά-Μιρίμ). Μόνο το νοτιοκεντρικό τμήμα της Β. διαρρέεται από ποταμούς, όπως ο Πιλκομάγιο, που εκβάλλουν στον Παραγουάη. Ενδορροϊκές ζώνες, τέλος, δεν λείπουν και στα ανατολικά βαθύπεδα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του βαθυπέδου Γου Τσάκο.
Ο μοναδικός αμαζονικός ποταμός που πηγάζει από το εσωτερικό του ανδικού υψιπέδου είναι ο Λα Πας, που διαρρέει την ομώνυμη πόλη. Κατεβαίνει από μια βαθιά κοιλάδα που διασχίζει την Κορδιλιέρα Ρεάλ και θεωρείται ο κυριότερος πηγαίος βραχίονας του Μπένι. Ο τελευταίος αυτός δέχεται από τα αριστερά, στο τελευταίο τμήμα του ρου του, τον Ρίο Μάδρε δε Δίος και τον Ρίο Όρτον και γίνεται έτσι ένας από τους σπουδαιότερους παραπόταμους του Μαδέιρα. Οι άλλοι μεγάλοι παραπόταμοι του Μαδέιρα είναι ο Μαμορέ, που ρέει ολόκληρος σε βολιβιανό έδαφος, και ο Γκουαπορέ, που πηγάζει από το Μάτο Γκρόσο και για μεγάλο τμήμα του ρου του αποτελεί την πολιτική μεθόριο μεταξύ Β. και Βραζιλίας. Ο Μαμορέ, ο πιο μεγάλος σε μήκος και σπουδαιότερος ποταμός της χώρας, πηγάζει με την ονομασία Ρίο Γκράντε από τις δυτικές πλαγιές της αλυσίδας Κοτσαμπάμπα (Κορδιλιέρα Οριεντάλ).
Η μεγαλύτερη από τις κλειστές λεκάνες των ανδικών υψιπέδων είναι το βαθύπεδο που περιλαμβάνει τις λίμνες Τιτικάκα και Ποοπό. Η Τιτικάκα, που μόνο κατά ένα μέρος ανήκει σε βολιβιανό έδαφος, είναι το λείψανο μιας πιο εκτεταμένης λεκάνης, ένα είδος εσωτερικής θάλασσας που πριν από το τεταρτογενές καταλάμβανε ένα μεγάλο τμήμα του υψιπέδου. Σήμερα δέχεται τα νερά πολυάριθμων χειμάρρων, τόσο από τη βολιβιανή όσο και από την περουβιανή πλευρά, και πηγάζει από αυτήν μονάχα ο Ντεσαγκουαδέρο (πλωτός για μεγάλο τμήμα) που τη συνδέει με τη δεύτερη μεγάλη λίμνη της περιοχής, την Ποοπό. Η λίμνη αυτή έχει επιφάνεια 2.800 τ. χλμ., βρίσκεται 150 μ. πιο χαμηλά από την Τιτικάκα και –εξαιτίας της ισχυρής εξάτμισης την οποία υφίσταται– έχει πολύ υψηλή αλμυρότητα, περίπου 16‰.Τα βολιβιανά υψίπεδα ήταν κατοικημένα από τα πανάρχαια χρόνια· υπάρχουν ίχνη ανθρώπινης παρουσίας που χρονολογούνται πριν από 10.000 χρόνια. Αλλά και στις μετέπειτα εποχές ήταν πάντοτε πυκνοκατοικημένα, και ήταν εκεί εγκατεστημένες ανθρώπινες ομάδες από τις οποίες προέρχονται οι Αϊμαρά και οι Κέτσουα, οι αυτόχθονες που σήμερα αποτελούν την πλειονότητα του βολιβιανού πληθυσμού. Οι πρώτοι είναι συγκεντρωμένοι κυρίως γύρω από τη λίμνη Τιτικάκα και στις πιο βόρειες κοιλάδες της Κορδιλιέρας Οριεντάλ (Ανατολικής Κορδιλιέρας)· οι δεύτεροι ζουν και αυτοί γύρω από τους αρχικούς τους οικισμούς, στις ζώνες της Κοτσαμπάμπα, της Σούκρε και της Ποτοσί.
Από τις αρχές του 14ου αι. η Β. αποτέλεσε μέρος της αυτοκρατορίας των Ίνκας, η μυθική προέλευση της οποίας συνδέεται με το νησί του Ήλιου, βολιβιανό νησάκι στη λίμνη Τιτικάκα· οι ηγεμόνες των Ίνκας ήταν πιθανότατα Αϊμαρά. Στην εποχή των Ίνκας οφείλεται η εδαφική οργάνωση που, όπως και στο Περού, παρέμεινε κατά ένα μέρος στη βάση της σημερινής γεωγραφικής διάταξης των υψιπέδων.
Έξι χρόνια μετά τον ερχομό τους στην Τούμπες, στην περουβιανή ακτή, οι Ισπανοί κατακτητές έφτασαν στη Β. και το 1538 θεμελιώθηκε η Σούκρε. Η ανακάλυψη και η εντατική εκμετάλλευση των ορυχείων αργύρου του Σέρο Ρίκο, πάνω από την Ποτοσί, έδωσε μεγάλη οικονομική σπουδαιότητα στα ανδικά υψίπεδα στο πλαίσιο της Ισπανικής αυτοκρατορίας. Το 1563 ιδρύθηκε η αουντιένσια (διοικητικό κέντρο) του Τσάρκας, συνδεδεμένη με το αντιβασίλειο της Λίμα, η οποία κάλυπτε περίπου το έδαφος της σημερινής Β. Το Άνω Περού διασχιζόταν τότε από τον δρόμο των καραβανιών που ένωνε το Ρίο ντε λα Πλάτα με τη Λίμα. Ο έλεγχος της Ισπανίας στο Άνω Περού δεν εμπόδισε την έκρηξη της αντιφεουδαρχικής εξέγερσης τον 18ο αι. Γι’ αυτό στην αουντιένσια του Τσάρκας οι κρεολικές αποικίες παρέμειναν αριθμητικά περιορισμένες και δεν υπήρχε, όπως στην Κολομβία ή στο Μεξικό, εγκατάσταση Ισπανών χωρικών. Σε αυτό οφείλεται ο μικρός αριθμός πληθυσμού ευρωπαϊκής προέλευσης στη Β. και ο περιορισμένος αριθμός των μιγάδων, που έχουν περισσότερο κοινωνική σημασία παρά βιολογική.
Η Β. είναι η λατινοαμερικανική χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού αυτοχθόνων· το ποσοστό αυτό φτάνει πράγματι το 55% του συνόλου, ενώ οι μιγάδες είναι 30%. Οι κρεολοί και οι Ευρωπαίοι αντιπροσωπεύουν το 15% του πληθυσμού. Δεν λείπουν και μειονότητες μαύρων, ενώ στις δασικές ζώνες της ανατολικής Β. ζουν σχεδόν άγνωστες ακόμα ανθρώπινες ομάδες· στο Τσάκο, π.χ., υπάρχουν νομαδικές ομάδες, όπως οι Τσαρότο και οι Γκουαχκουρού· στην ίδια περιοχή πραγματοποιήθηκαν, σε πρόσφατη εποχή (16ος αι.), μεταναστεύσεις ομάδων Γκουαρανί.
Χαρακτηριστικό του βολιβιανού εθνικού πλαισίου όμως παραμένει ο σχετικά μικρός αριθμός του ευρωπαϊκού στοιχείου. Αυτό οφείλεται στις φυσικές δυσκολίες της χώρας: μακριά από την ακτή, ψηλή στο πιο πυκνοκατοικημένο της τμήμα και πάντοτε μάλλον φτωχή σε οικονομική ανάπτυξη, αν εξαιρέσουμε την εποχή των μεγάλων εξορυκτικών επιτυχιών των περασμένων αιώνων. Στη Β., επίσης, δεν παρατηρήθηκαν στα νεότερα χρόνια τα μεγάλα εκείνα μεταναστευτικά ρεύματα (προπάντων Ιταλών και Γερμανών) που χαρακτήρισαν άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής.Ο δείκτης αύξησης του πληθυσμού της Β., με εκτιμήσεις του 2001, είναι 1,76%. Το ποσοστό θνησιμότητας έχει περιοριστεί αρκετά, αλλά και οι γεννήσεις παρουσίαζαν μέχρι το 1970 τιμές από τις πιο χαμηλές της Λατινικής Αμερικής, κατώτερες από 20‰ τον χρόνο, γι’ αυτό και το ποσοστό αύξησης είναι πολύ μικρό. Οι επιδημίες, σπάνιες στο υψίπεδο, είναι αρκετά διαδεδομένες στην ανατολή, όπου εξακολουθεί να είναι υψηλή η θνησιμότητα εκείνων που μεταναστεύουν εκεί από τις Άνδεις. Το προσδόκιμο ζωής, συνολικά στη χώρα, είναι 61,5 χρόνια για τους άντρες και 66,7 για τις γυναίκες.
Οι αυτόχθονες είναι συγκεντρωμένοι προπάντων στις Άνδεις, όπου οι οικισμοί φτάνουν σε υψόμετρο μέχρι τα 4.000 μ.· υπολογίζεται ότι το 90% των Βολιβιανών κατοικούν πάνω από τα 3.000 μ. Οι πληθυσμοί αυτοί είναι προσαρμοσμένοι στην αραιή ατμόσφαιρα των μεγάλων υψομέτρων, όπου δεν υπάρχουν μικρόβια· ο θωρακικός κλωβός είναι ανεπτυγμένος, η καρδιά δυνατή, τα ερυθρά αιμοσφαίρια περισσότερα, αλλά παρατηρείται και απουσία ορισμένων αντισωμάτων που επιτρέπουν να αντέχει κανείς καλύτερα τις επιθέσεις των μικροβίων, γι’ αυτό και τα άτομα γίνονται ευαίσθητα όταν κατεβαίνουν στις χαμηλές, ζεστές και υγρές ζώνες.
Η μέση πυκνότητα είναι 8 κάτ. ανά τ. χλμ. Οι μεγαλύτερες πυκνότητες αγροτικού πληθυσμού παρατηρούνται στα βόρεια των Άνδεων, γύρω από τη λίμνη Τιτικάκα, όπου τα χωριά βρίσκονται στο κέντρο εδαφών διαιρεμένων σε μικρά και πολυάριθμα κομμάτια· εκεί, τα χωράφια με πατάτες και ολιούκος (ένας ιδιόρρυθμος ανδικός βολβός), με κριθάρι και κινόα εναλλάσσονται με εδάφη που είναι σε αγρανάπαυση και χρησιμοποιούνται ως φτωχά βοσκοτόπια για τα ζώα. Στα απέραντα και ερημικά υψίπεδα του νότου ο πληθυσμός είναι πολύ αραιός· μερικοί βοσκοί οδηγούν στις πεδιάδες αυτές, που πλήττονται από τον άνεμο και έχουν συχνά αλμυρά εδάφη, κοπάδια από λάμα και αλπακά. Στη σχετικά ξηρή λεκάνη του Κοτσαμπάμπα, καθώς και στην κοιλάδα όπου ιδρύθηκε η Σούκρε, οι κλιματικές συνθήκες ευνόησαν αντίθετα την εγκατάσταση των κρεολών. Οι λόφοι και οι πεδιάδες που βρίσκονται στους πρόποδες των βουνών είναι τα καλύτερα αξιοποιημένα τμήματα στην απέραντη ανατολική Β.
Τα προγράμματα γεωργικού εποικισμού και εκμετάλλευσης του πετρελαίου κοντά στα σύνορα με την Αργεντινή και την Ουρουγουάη συνέβαλαν στην κατοίκησή τους. Γύρω στη Σάντα Κρους, πόλη που ιδρύθηκε στα τέλη του 16ου αι., εκτείνονται σήμερα φυτείες ζαχαροκάλαμου. Αλλά η απόσταση των καταναλωτικών αγορών εμποδίζει την ανάπτυξη των πεδιάδων αυτών· έτσι, π.χ., οι συγκοινωνίες της Τρινιδάδ, πρωτεύουσας της Μπένι, πραγματοποιούνται ακόμα αεροπορικώς. Η πυκνότητα του πληθυσμού στις πεδινές περιοχές παραμένει συνεπώς χαμηλή, με τιμές κατώτερες, ιδιαίτερα στα βόρεια, του 1 κατοίκου ανά τ. χλμ. Η αστυφιλία δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στη χώρα· το 57,7% του πληθυσμού ζει στα αστικά κέντρα και η επέκτασή τους, αν εξαιρεθούν η Λα Πας, η Σάντα Kρους και μερικά άλλα, υπήρξε σχετικά περιορισμένη κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η δημογραφική αύξηση του πληθυσμού, ωστόσο, δείχνει την ύπαρξη κάποιου μεταναστευτικού ρεύματος προς τις πόλεις, αν και όχι τόσο σημαντικού όπως σε άλλες λατινοαμερικανικές χώρες.
Το φαινόμενο της δημιουργίας πόλεων έχει πολύ παλαιά προέλευση και την εποχή της αποικιοκρατίας θεμελιώθηκαν κέντρα μεγάλης σπουδαιότητας· η περίπτωση της Ποτοσί, πόλης μεταλλείων, υπήρξε μάλιστα μοναδική στην πολεοδομική ανάπτυξη της Λατινικής Αμερικής. Με την εκμετάλλευση των ορυκτών είναι συνδεδεμένη η προέλευση και άλλων πόλεων, όπως η Oρούρο και η Σούκρε, η πιο παλαιά αποικιακή πόλη της Β., η οποία αργότερα έπαιξε τον προνομιούχο ρόλο της έδρας της αουντιένσια. Οι βολιβιανές πόλεις βρίσκονται σχεδόν όλες στα υψίπεδα, και αυτό δικαιολογείται φυσικά από την υψηλή πυκνότητα της περιοχής των Άνδεων, στην οποία εκτελούν τις λειτουργίες τους σε εξάρτηση από τις τοπικές μορφολογικές συνθήκες. Ιδιαίτερο ρόλο έχει η Kοτσαμπάμπα, πόλη που έχει αναπτυχθεί σε μια πυκνοκατοικημένη γιούνγκα της Ανατολικής Κορδιλιέρας, αλλά στα πρόσφατα χρόνια αποτέλεσε το μεσολαβητικό κέντρο ανάμεσα στην ανατολή και στα υψίπεδα. Με τη σειρά της η Λα Πας, πόλη ελάχιστα σπουδαία στο παρελθόν, ανέλαβε περιφερειακό –σε σχέση με την πυκνοκατοικημένη ζώνη κοντά στη λίμνη Τιτικάκα– και εθνικό ρόλο ύστερα από την παρακμή της Ποτοσί και της Σούκρε.
Με αργό ρυθμό προχωρεί η αστική ανάπτυξη της ανατολής, και αυτό για φανερούς λόγους που συνδέονται με τις συνθήκες της απέραντης περιοχής, που είναι ακόμα ελάχιστα κατοικημένη. Η Σάντα Kρους είναι, όπως και στο παρελθόν, η κορυφή της πεδεμόντιας διαμόρφωσης, και σήμερα της εκτεταμένης λωρίδας που διασχίζεται από τη σιδηροδρομική γραμμή για τη Βραζιλία.
Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2002, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχα λήμματα) είναι η επίσημη πρωτεύουσα του κράτους Σούκρε (Sucre, 195.000), η διοικητική πρωτεύουσα Λα Πας (La Paz, 793.000), η Ποτοσί (Potosy, 135.000) και η Σάντα Κρους (Santa Cruz, 1.141.000), που είναι και η πολυπληθέστερη πόλη της χώρας. Σημαντικούς πληθυσμούς εμφανίζουν επίσης οι πόλεις Κοτσαμπάμπα (Cochabamba, 795.000) και Ελ Άλτο (El Alto, 710.000).Η πολιτική αστάθεια στη χώρα δημιούργησε αρκετά προβλήματα και στον οικονομικό τομέα. Η Β. είναι από τα φτωχά κράτη της Λατινικής Αμερικής και οι προοπτικές είναι δύσκολες, αν και τα τελευταία χρόνια έχουν βρεθεί κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Παράλληλα, έχει να επιδείξει σημαντική πρόοδο στην οικονομία που προσανατολίζεται στις αγορές ύστερα από μαζικές ιδιωτικοποιήσεις του εθνικού αερομεταφορέα, της εταιρείας πετρελαίου, των τηλεπικοινωνιών, των σιδηροδρόμων και της επιχείρησης ηλεκτρισμού. Το ΑΕΠ είναι 21.400 εκατ. δολ. ΗΠΑ (2001) και το κατά κεφαλήν εισόδημα 2.600 δολ. Ο πληθωρισμός για πολλά χρόνια ήταν υψηλός (το 1993 έφτασε 33,3%), αλλά το 2000 περιορίστηκε στο 4,4%. Η ανεργία υπολογίζεται επίσημα σε 11,4% (1997), αλλά πρέπει να είναι πολύ υψηλότερη. Στον αγροτικό τομέα απασχολείται το 40% του ενεργού πληθυσμού, ενώ η υλοτομία αποτελεί μία από τις πιο αποδοτικές δραστηριότητες του τομέα αυτού.Η γεωργία, με την οποία ασχολείται σχεδόν το 40% του ενεργού πληθυσμού, είναι πολύ φτωχή και εφαρμόζεται σε μικρή εδαφική επιφάνεια. Οι γεωργικές μεταβολές αφορούν κυρίως τις πεδιάδες προς το Τσάκο και τη λεκάνη του Αμαζονίου, ενώ στις παλαιές γεωργικές ζώνες του υψιπέδου οι μέθοδοι καλλιέργειας είναι αποκρυσταλλωμένες από αιώνες. Ο πληθυσμός των Άνδεων είναι προσκολλημένος στο περιβάλλον του, παρότι είναι εχθρικό· συνεπώς, είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να προσαρμοστεί στις συνθήκες του δάσους και είναι απαραίτητο να γίνουν επενδύσεις στη Μοντάνια, έτσι ώστε να βρεθεί λύση στα προβλήματα των πληθυσμών αυτών, οι οποίοι μόλις που συντηρούνται. Ακόμα και σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τρέφεται από την πατάτα, που μπορεί να καλλιεργηθεί σε ύψη που ξεπερνούν τα 4.000 μ. και την οποία οι αυτόχθονες διατηρούν, κατεψυγμένη και αφυδατωμένη, για πολύ καιρό. Το κριθάρι και η κινόα (ένα φυτό που μοιάζει με το κεχρί) είναι δύο δημητριακά που προσαρμόζονται στα πιο φτωχά και άγονα εδάφη του υψιπέδου και κατορθώνουν να αντέχουν ακόμα και στους ψυχρούς ανέμους των πιο εκτεθειμένων περιοχών. Το καλαμπόκι, αντίθετα, έχει υψομετρικά όρια αισθητά πιο χαμηλά και οι καλύτερες καλλιέργειες είναι εκείνες των χαμηλών κοιλάδων, που προφυλάσσονται από τους ανέμους· καταναλώνεται αλεσμένο ή χρησιμοποιείται για την παρασκευή ενός αλκοολούχου ποτού που είναι πολύ διαδεδομένο ανάμεσα στους χωρικούς, της τσίτσα. Καλλιεργούνται επίσης το σιτάρι, η μανιόκα, η γλυκοπατάτα και το ρύζι. Οι εμπορικές καλλιέργειες προέρχονται από μερικές κοιλάδες ανοιχτές προς τον ωκεανό ή από τις φυτείες των ανατολικών βαθυπέδων. Το σπουδαιότερο προϊόν είναι ο καφές, που καλλιεργείται σε μικρά αγροκτήματα στο διαμέρισμα της Κοτσαμπάμπα και είναι ονομαστός για το άρωμά του· πιο μικρή είναι η παραγωγή κακάο, σόγιας και καπνού. Σημαντική είναι η πρόοδος που παρατηρείται στις καλλιέργειες του βαμβακιού και του ζαχαροκάλαμου στο διαμέρισμα της Σάντα Κρους, όπου υπάρχουν επίσης περιοχές αφιερωμένες σε τροπικά φρούτα και εσπεριδοειδή.Κτηνοτροφία. Η κτηνοτροφία δείχνει να εκσυγχρονίζεται· στο υψίπεδο, όπου στο παρελθόν εκτρέφονταν μονάχα τα λάμα, σήμερα είναι ευρύτατα διαδεδομένα τα αιγοπρόβατα, από τα οποία οι αυτόχθονες παίρνουν το μαλλί που υφαίνουν με το χέρι. Το μεγαλύτερο μέρος των προβάτων εκτρέφεται στην πούνα, τη φτωχή στέπα των υψιπέδων. Τα βοοειδή εκτρέφονται στις κοιλάδες των Άνδεων, αλλά γενικά δεν είναι από καλές ράτσες και η παραγωγή γάλακτος και κρέατος είναι αρκετά περιορισμένη. Στα βορειοανατολικά βαθύπεδα επεκτείνεται η κτηνοτροφία ιθαγενών βοοειδών διασταυρωμένων με ζεμπού και τα αποτελέσματα φαίνονται αρκετά ευοίωνα. Από όλη τη βολιβιανή κτηνοτροφία έχουν σπουδαιότητα για το εμπόριο με το εξωτερικό μονάχα τα αλπακά, που προσφέρουν εξαιρετικά πολύτιμο και περιζήτητο μαλλί, οι βικούνιες και τα τσιντσιλά για τις γούνες τους. Η αλιεία είναι περιορισμένη στις εσωτερικές λίμνες, ιδιαίτερα στην Τιτικάκα, στα νερά της οποίας οι ψαράδες χρησιμοποιούν χαρακτηριστικά σκάφη φτιαγμένα με καλάμια τοτόρα.Από την αυτοκρατορία των Ίνκας στην ισπανική αποικιοκρατία. Πανάρχαια έδρα του λεγόμενου πολιτισμού της Τιαουανάκο, η σημερινή Β. αποτέλεσε τμήμα, ως μεθοριακή περιοχή, της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Γύρω στα μέσα του 16ου αι. το έδαφος κατακτήθηκε από τους Ισπανούς, που είχαν ήδη εγκατασταθεί στο Περού και στη λεκάνη του Ρίο ντε λα Πλάτα και, αφού συμπεριλήφθηκε στο αντιβασίλειο του Περού, ονομάστηκε Τσάρκας ή Άνω Περού. Το Άνω Περού, που κυβερνήθηκε ως επαρχία, έμεινε στην αφάνεια έως το δεύτερο μισό του 18ου αι., όταν βρέθηκε αναμεμειγμένο σε ένα γεγονός που συγκλόνισε όλη την ισπανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία. Εκεί γεννήθηκε ένας απευθείας απόγονος του Ίνκα Τούπακ Αμάρου, ο οποίος είχε εκτελεστεί το 1571 ύστερα από διαταγή του αντιβασιλιά Φρανσίσκο δε Τολέδο. Ο νέος Ίνκα, βαφτισμένος από τους ιησουίτες με το όνομα Χοσέ Γκαμπριέλ Κοντορκάνκι, προτίμησε να υιοθετήσει το όνομα Τούπακ Αμάρου Β’ και, για να απαλύνει τον πόνο του λαού του που είχε σκλαβωθεί από τους Ισπανούς, τον οδήγησε το 1780 σε εξέγερση, σε μια αιματηρή και συνάμα απελπισμένη προσπάθεια απελευθέρωσης.
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία. Όταν ξέσπασε το κίνημα για ανεξαρτησία σε όλες τις ισπανικές αποικίες της Αμερικής, το Άνω Περού –που από το 1776 είχε ενσωματωθεί στο αντιβασίλειο του Πλάτα– τάχθηκε με το μέρος των πατριωτών που πολεμούσαν εναντίον των Ισπανών. Με τον τρόπο αυτό αντιτάχθηκε όχι μόνο στον αποικιακό ζυγό αλλά και στις βλέψεις της Αργεντινής για προσάρτηση. Ωστόσο, η ανακήρυξη της Β. σε ελεύθερη και ανεξάρτητη δημοκρατία ήρθε σχετικά αργά· το 1825 ο τοποτηρητής του Σιμόν Μπολιβάρ, στρατηγός Αντόνιο Χοσέ δε Σούκρε, ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Β., που αμέσως ονομάστηκε Δημοκρατία της Β. Ο Αντόνιο Χοσέ δε Σούκρε θέσπισε το 1826 σύνταγμα και ανέλαβε την πρώτη προεδρία της κυβέρνησης, το 1828, έτος κατά το οποίο ανατράπηκε από μια στρατιωτική συνωμοσία και από την επικείμενη περουβιανή εισβολή, υπό την ηγεσία των στρατηγών Αγκουστίν Γκαμάρα και Αντρές Σάντα Κρους. Ο τελευταίος κατόρθωσε να επικρατήσει έναντι των άλλων καουντίλιος που ήθελαν την εξουσία και επέβαλε στη χώρα τη δικτατορία του (1829-39). Το 1831 εισήγαγε νέο σύνταγμα, ολιγαρχικής και αυταρχικής μορφής. Το 1835, ο Σάντα Κρους, αφού εισέβαλε και κατέκτησε το Περού, δημιούργησε τη Βολιβιανο-Περουβιανή Συνομοσπονδία, παίρνοντας τον τίτλο του προστάτη. Η κατάσταση αυτή άρχισε να δημιουργεί ανησυχίες στις γειτονικές δημοκρατίες της Χιλής και της Αργεντινής, που αποφάσισαν από κοινού να κηρύξουν τον πόλεμο κατά της Συνομοσπονδίας. Η αποφασιστική μάχη έγινε το 1839 στη Γιουνγκάι· ο Σάντα Κρους νικήθηκε και η Συνομοσπονδία διαλύθηκε. Το Περού και η Β. επανήλθαν στο προηγούμενο καθεστώς τους.
Η πτώση του Σάντα Κρους εγκαινίασε μια περίοδο αγώνων μεταξύ των καουντίλιος, ανάμεσα στους οποίους ξεχώρισαν ο Χοσέ Μπαλιβιάν, που η δικτατορία του διήρκεσε από το 1841 έως το 1847, και ο στρατηγός Μανουέλ Ισιντόρο Μπελσού, που έμεινε στην εξουσία από το 1849 έως το 1855. Στη συνέχεια, οι αγώνες ξανάρχισαν και διήρκεσαν, άγριοι και αιματηροί, έως το 1864, όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο στρατηγός Μαριάνο Μελγκαρέχο ο οποίος, σε συνεχή αναζήτηση κεφαλαίων για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα τεράστια προσωπικά του έξοδα, διαπραγματεύτηκε με εταιρείες της Χιλής και της Βραζιλίας την παραχώρηση σε αυτές των δικαιωμάτων που είχε η Β. τόσο στη ζώνη της Άκρε όσο και στην εκμετάλλευση των νιτρικών αλάτων στη ζώνη της Ατακάμα. Ανατράπηκε το 1871 από μια στρατιωτική προνουνσιαμιέντο (στάση), που ωστόσο δεν μπόρεσε να αποκαταστήσει την τάξη. Το 1876 αναρριχήθηκε στην εξουσία ο Ιλαριόν Ντάσα, που, συμμαχώντας με το Περού, οδήγησε τη χώρα στην καταστρεπτική σύγκρουση με τη Χιλή. Ο πόλεμος αυτός, που ονομάστηκε Πόλεμος του Ειρηνικού, διήρκεσε από το 1879 έως το 1883 και τερματίστηκε για τη Β. με την απώλεια της παράκτιας επαρχίας Ατακάμα και του λιμανιού της Αντοφαγκάστα. Με τον τρόπο αυτό, η χώρα αποστερήθηκε τη μοναδική διέξοδό της προς τη θάλασσα, καθώς και τα πολύτιμα κοιτάσματα νιτρικών αλάτων, που βρίσκονταν κοντά στα παράλια. Η στρατιωτική ήττα ενίσχυσε τις εσωτερικές αναταραχές και για τρεις τουλάχιστον πενταετίες υπήρχαν συνεχώς εξεγέρσεις. Τέλος, το 1899, φάνηκε να έρχεται η ειρήνη, με την ανάληψη της προεδρίας της δημοκρατίας από τον φιλελεύθερο Χοσέ Μανουέλ Παντότσε.
Ο 20ός αιώνας των πραξικοπημάτων. Το σχετικά ήρεμο κλίμα, που εγκαινιάστηκε από τον Παντότσε και συνεχίστηκε για μερικές δεκαετίες από τους διαδόχους του, επέτρεψε κάποια αύξηση των οικονομικών δραστηριοτήτων στις αρχές του 20ού αι. Η πολιτική αυτή ευνόησε κυρίως τη μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων, τα οποία στράφηκαν, όπως ήταν φυσικό, στην εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου. Ωστόσο, δεν συγκεντρώθηκαν πια στον άργυρο, αλλά στα αποθέματα των νέων ορυκτών που στο μεταξύ είχαν ανακαλυφθεί, στον κασσίτερο και στο βολφράμιο καθώς και στους υδρογονάνθρακες. Ο κασσίτερος, ιδιαίτερα, προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον, λόγω της ολοένα μεγαλύτερης ζήτησης που παρουσίαζε στην παγκόσμια αγορά. Έτσι, σχηματίστηκε σιγά-σιγά μια νέα ολιγαρχία, εκείνη της εκμετάλλευσης του κασσίτερου. Η ολιγαρχία αυτή δημιουργήθηκε κατά ένα μέρος από πρωτοβουλία ενός επιχειρηματία από την Κοτσαμπάμπα, του Σιμόν Πατίνιο, ο οποίος χάρη στον κασσίτερο έγινε σε λίγα χρόνια ένας από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του κόσμου. Στο μεταξύ, παράλληλα με την εταιρεία του Πατίνιο, είχαν αρχίσει να λειτουργούν άλλες δύο εταιρείες: η Αραμάγιο, με βολιβιανά και βρετανικά κεφάλαια, και η Χόχσιλντ, με ελβετικά κεφάλαια. Οι τρεις αυτές εταιρείες σχημάτιζαν αυτό που ονομάστηκε ο μεγάλος τρίποδας της βολιβιανής οικονομίας. Η Β. έγινε μία από τις σπουδαιότερες παραγωγούς κασσίτερου του κόσμου, αλλά οι κυβερνήσεις της έχασαν την πολιτική αυτονομία τους και κατέληξαν να είναι απλά όργανα στα χέρια των εταιρειών του κασσίτερου και των ξένων συμμάχων τους. Λόγω της κατάστασης αυτής, τα οφέλη που αποκόμισε η χώρα κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο με την πώληση των πρώτων υλών δεν την βοήθησαν να ξεπεράσει την ύφεση του 1929. Αντίθετα, το 1932, η Β. αναμείχθηκε σε έναν άλλο πόλεμο, τον λεγόμενο Πόλεμο του Τσάκο εναντίον της Παραγουάης, που την έκρηξή του δεν προκάλεσαν εθνικοί λόγοι, αλλά συμφέροντα και αντιζηλίες διεθνών εταιρειών πετρελαίου. Μόνο το 1938, ύστερα από διαιτησία, συνάφθηκε συμφωνία που ευνοούσε την Παραγουάη.
Τα δεινά του πολέμου αυτού άφησαν βαθιά σημάδια στην ψυχή των Βολιβιανών πολεμιστών, που επιστρέφοντας από το μέτωπο κράτησαν αμέσως μια στάση διαμαρτυρίας απέναντι στην ιθύνουσα ολιγαρχία και άρχισαν διάφορα επαναστατικά κινήματα. Στην περίοδο αυτή, πράγματι, ιδρύθηκε το Κόμμα της Επαναστατικής Αριστεράς (ΡΙR), μαρξιστικής έμπνευσης, και το Επαναστατικό Εθνικιστικό Κίνημα (ΜΝR), εθνικοσοσιαλιστικών τάσεων, που μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών με την Παραγουάη υποκίνησαν εξέγερση και απομάκρυναν από την κυβέρνηση τους παλιούς ιθύνοντες. Από το 1936 έως το 1938 η Β. είχε δύο καθεστώτα προσανατολισμένα στην αριστερά, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Δαβίδ Τόρο και του συνταγματάρχη Έρμα Μπους. Εγκαινιάστηκαν φορολογικές μεταρρυθμίσεις, το 1937 εθνικοποιήθηκε η Standard Οil Company και ο Μπους θέσπισε δημοκρατικό σύνταγμα που ωστόσο δεν τέθηκε σε ισχύ, επειδή στις 23 Αυγούστου 1939 ο ίδιος πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες και η εξουσία ξαναγύρισε στα χέρια της συντηρητικής ολιγαρχίας. Το Επαναστατικό Εθνικιστικό Κίνημα ανέλαβε δράση και το 1943, ύστερα από μια πολλοστή εξέγερση, ανέλαβε πάλι την εξουσία· αρχηγός του κράτους έγινε ο στρατηγός Γκουαλμπέρτο Βιλιαροέλ, ενώ ο ηγέτης του κόμματος, Βίκτορ Πας Εστενσόρο, έμεινε στο παρασκήνιο για να καθοδηγεί από εκεί πολιτικά τη νέα κυβέρνηση. Όμως, η προσπάθεια να ξαναρχίσει η μεταρρυθμιστική γραμμή του Τόρο και του Μπους δεν πέτυχε, επειδή οι συντηρητικοί προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Ήταν τέτοια η δυσαρέσκεια του λαού που οι αντίπαλοι του ΜΝR, τον Ιούλιο του 1946, μπόρεσαν εύκολα να τροφοδοτήσουν μια εξέγερση· εξαγριωμένοι διαδηλωτές άρπαξαν στην κυριολεξία τον Βιλιαροέλ από το προεδρικό μέγαρο και τον κρέμασαν. Η συντηρητική δεξιά ανέλαβε και πάλι την εξουσία. Ωστόσο, το Επαναστατικό Εθνικιστικό Κίνημα είχε ριζώσει· οι προεδρικές εκλογές του 1951, αν και διεξήχθησαν με έναν νόμο που απαγόρευε την ψήφο στους αυτόχθονες και σε άλλα μέλη της βολιβιανής κοινωνίας, ανέδειξαν νικητή τον Πας Εστενσόρο. Οι στρατιωτικοί και η ολιγαρχία επενέβησαν για άλλη μία φορά, ακύρωσαν τα εκλογικά αποτελέσματα και ανάγκασαν τον Πας Εστενσόρο να καταφύγει στην εξορία. Τον Απρίλιο του 1952 το ΜΝR άρχισε ξανά τον αγώνα και με τη βοήθεια αυτοχθόνων εθνοφρουρών, κατέλαβε την εξουσία, ενώ ο Πας Εστενσόρο ανέλαβε την προεδρία της δημοκρατίας. Αυτή τη φορά, το καθεστώς εδραιώθηκε και ήταν έτσι σε θέση, κατά τα έτη 1952 και 1953, να εισαγάγει τρεις βασικές μεταρρυθμίσεις: την εθνικοποίηση του κασσίτερου (δηλαδή των τριών μεγάλων εταιρειών, Πατίνιο, Αραμάγιο και Χόχσιλντ), την παραχώρηση ψήφου στους αυτόχθονες και την αγροτική μεταρρύθμιση. Το 1956, όταν τον Πας Εστενσόρο διαδέχθηκε στην προεδρία ο Ερνάν Σίλες Σουάσο, άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα ρήγματα. Ακόμα και το καθεστώς του ΜΝR πήρε μετριοπαθείς θέσεις, ανακαλώντας τους προοδευτικούς νόμους. Σιγά-σιγά η κατάσταση επιδεινώθηκε, ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του Πας Εστενσόρο στην προεδρία (1964). Στις 4 Νοεμβρίου 1964 οι ένοπλες δυνάμεις έκαναν πραξικόπημα, ο Πας Εστενσόρο ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Ρενέ Μπαριέντος Ορτούνιο. Η στροφή στα δεξιά είχε πραγματοποιηθεί. Τότε δημιουργήθηκαν στη Β. εστίες ανταρτοπόλεμου και ένας εθνικοαπελευθερωτικός στρατός υπό την ηγεσία του περίφημου Αργεντινού επαναστάτη Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (βλ. λ.). Ο Μπαριέντος κινητοποίησε τα στρατεύματά του, τα οποία στις 7 Οκτωβρίου 1967 κατόρθωσαν να τον συλλάβουν· την άλλη μέρα αναγγέλθηκε ο θάνατος του Τσε. Ο Μπαριέντος πέθανε με τη σειρά του τον Απρίλιο του 1969, θύμα ενός μυστηριώδους αεροπορικού δυστυχήματος. Τον αντικατέστησε ο αντιπρόεδρος Αδόλφο Σίλες Σαλίνας, αλλά λίγους μήνες μετά ο στρατηγός Αλφρέδο Οβάντο Καντία ανέτρεψε τον Σαλίνας και ανέλαβε την προεδρία της δημοκρατίας, μετακινώντας αποφασιστικά προς τα δεξιά τον άξονα της κυβερνητικής πολιτικής. Τον Οκτώβριο του 1970, οι προοδευτικοί, βοηθούμενοι από αξιωματικούς συμπαθούντες προς το ΜΝR, έκαναν πραξικόπημα και ανέθεσαν την προεδρία στον στρατηγό Χουάν Χοσέ Τόρες, που ονόμασε το καθεστώς του επαναστατικό και σοσιαλιστικό. Και αυτή η πρωτοβουλία όμως τερματίστηκε λίγους μήνες μετά, καθώς τον Αύγουστο του 1971 ο Τόρες ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον Ούγκο Μπάνσερ Σουάρες. Τα διαδοχικά πραξικοπήματα, που έφεραν στην εξουσία τους στρατηγούς Χουάν Περέδα (Ιούλιος-Νοέμβριος 1978) και Δαβίδ Παδίλια (Νοέμβριος 1978), δεν έφεραν καμιά αλλαγή στη βολιβιανή πολιτική.
Τον Νοέμβριο του 1979 εκδηλώθηκε ένα νέο στρατιωτικό πραξικόπημα και ο συνταγματάρχης Αλμπέρτο Νατούς ανακήρυξε τον εαυτό του πρόεδρο της χώρας. Τελικά όμως απέτυχε και στις 17 Νοεμβρίου το κογκρέσο εξέλεξε την πρώτη γυναίκα πρόεδρο της Β., την Λίντια Γκουέιλερ. Στις προεδρικές εκλογές του 1980 κανείς από τους δύο επικρατέστερους υποψηφίους –Σίλες Σουάσο και Πας Εστενσόρο– δεν απέσπασε μια καθαρή νίκη, με αποτέλεσμα τον Ιούλιο να εκδηλωθεί άλλο ένα πραξικόπημα, το 189ο στα 154 χρόνια της ανεξαρτησίας της Β. Επικεφαλής της νέας χούντας ήταν ο στρατηγός Λουίς Γκαρσία Μέζα, που παραιτήθηκε έναν χρόνο αργότερα για να τον διαδεχτεί ο στρατηγός Κέλσο Τορέλιο Βίλα. Η οικονομική κρίση, η διαφθορά του καθεστώτος και η εργατική αναταραχή υποχρέωσαν τους στρατιωτικούς να παραχωρήσουν το 1982 την εξουσία στον Σίλες Σουάσο. Ο πρόεδρος Σουάσο εφάρμοσε αυστηρά μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας για να ενισχύσει την οικονομία της χώρας, προκαλώντας όμως νέα αναταραχή. Στις βουλευτικές εκλογές του 1985 κέρδισε η αντιπολίτευση και η προεδρία της χώρας ανατέθηκε στον Πας Εστενσόρο. Στις προεδρικές εκλογές του 1989 κανείς υποψήφιος δεν κατόρθωσε να εκλεγεί, με αποτέλεσμα το κογκρέσο να αναθέσει την προεδρία της χώρας στον Τζέιμ Πας Ζαμόρα. Ο νέος πρόεδρος επιχείρησε να εξαλείψει την παραγωγή και το εμπόριο κοκαΐνης κλιμακώνοντας τις συγκρούσεις με τους εμπόρους ναρκωτικών.
Σύμφωνα με την παράδοση πλέον, στις προεδρικές εκλογές του 1993 δεν έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία κανείς εκ των δύο βασικών υποψηφίων –ο Γκονζάλο Σάντσες του ΜΝR και ο Ούγκο Μπάνζερ, που υποστηρίχθηκε από το ΑDΝ και το ΜΙR. Ο Μπάνζερ απέσυρε τελικά την υποψηφιότητά του και πρόεδρος ορκίστηκε ο Γκονζάλο Σάντσεζ τον Αύγουστο του 1993. Ο Μπάνζερ, από την πλευρά του, εξήγγειλε μέτρα για την οικονομική ενίσχυση των αγροτικών περιοχών, μεταξύ των οποίων και 100.000 νέες θέσεις εργασίας για τους μικρούς γαιοκτήμονες. Τον χειμώνα του 2000, η Β. υπήρξε θύμα καταστροφικών βροχοπτώσεων, οι οποίες άφησαν εκατοντάδες οικογένειες αστέγων και η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το 2001, πρόεδρος της χώρας ανέλαβε ο Χόρχε Κβιρόγκα Ραμίρες του κόμματος ΑΝD.Η λογοτεχνία των ιθαγενών. Στην περιοχή που σήμερα ορίζεται ως Δημοκρατία της Β. κατοικούσαν από τα αρχαία χρόνια ιθαγενείς που ονομάζονταν Κόλια και για τον πολιτισμό τους ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά. Οι Ίνκας, κατά τη διάρκεια της επέκτασης της ισχυρής τους αυτοκρατορίας, υπέταξαν τον 15ο αι. τους ιθαγενείς που μιλούσαν την αϊμαρά, οι απόγονοι των οποίων ζουν ακόμα και σήμερα σε μεγάλους αριθμούς στις βολιβιανές Άνδεις. Η αφήγηση των ιστορικών συμβάντων της περιόδου αυτής έφτασε σε μας από τους χρονογράφους, που μας δίνουν μαρτυρίες για τα έθιμα, τις γλώσσες και την ιστορία των ιθαγενών. Το πιο ενδιαφέρον ιστορικό έργο της εποχής της αποικιοκρατίας ήταν χωρίς αμφιβολία τα Χρονικά της αυτοκρατορικής πόλης Ποτοσί (Αnales de la Ville Ιmperiale de Ρotosi, 18ος αι.) του Μπαρτολομέ Μαρτίνες Βέλα. Άλλα σπουδαία ντοκουμέντα για τη ζωή των πληθυσμών αυτών είναι έργα κυρίως ιησουιτών, που υπήρξαν από τους πρώτους αποίκους της Νότιας Αμερικής. Δεν λείπουν επίσης οι στιχουργοί, ανέκαθεν πολυάριθμοι στην περιοχή αυτή· ανάμεσά τους αναφέρουμε κάποιον Λουίς δε Ριμπέρα, καταγόμενο από τη Σεβίλη της Ισπανίας, και κάποιον Χουάν Σομπρίνο, από την Ποτοσί.
Οι ποιητές και οι δραματουργοί του ρομαντισμού. Το δεύτερο μισό του 18ου αι. έφερε και στο Άνω Περού (ζώνη στην οποία ανήκε το σημερινό έδαφος της Β.) τις ιδέες του Διαφωτισμού και μαζί με αυτές, τις πρώτες φιλοδοξίες για ανεξαρτησία, που σύντομα εκφράστηκαν σε ανοιχτές εξεγέρσεις μικρών πυρήνων ιθαγενών, οι οποίες καταπνίγηκαν βίαια από τις ισπανικές αρχές. Μετά την ανεξαρτησία γεννήθηκε στη χώρα η δημοσιογραφία με την εφημερίδα Εl Τelégrafo (1822). Στη δραστηριότητα αυτή διακρίθηκαν ανάμεσα στους άλλους ο Μπερνάρντο Μοντεαγκούδο, ο Κασιμίρο Ολανιέτα (1796-1860) και οι χρονογράφοι Χοσέ Μανουέλ δε Λόσα (1799-1862) και Μανουέλ Ουρκούλιο.
Στην πραγματικότητα, οι περιπέτειες της χώρας, που γνώρισε κάθε είδους κρίση και κυβερνήθηκε επανειλημμένα από δικτάτορες, δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη σπουδαίας λογοτεχνίας, αν και δεν έλειψαν μέτριοι στιχουργοί, όπως ο Μανουέλ Κορτές (1811-1865), και μερικά δείγματα ιστορικών διηγημάτων, όπως τα διηγήματα της Χουάνα Μανουέλα Γκορίτι (1818-1892). Ο ρομαντισμός, ωστόσο, έφτασε και στη Β., όπως στην υπόλοιπη Νότια Αμερική, χωρίς να προσφέρει ιδιαίτερα πρωτότυπα αποτελέσματα. Τέσσερις είναι οι ποιητές που αντιπροσωπεύουν καλύτερα από κάθε άλλον τον βολιβιανό ρομαντισμό· η Μαρία Χοσέφα Μουχία (1813-1888), που έγραψε τρυφερά ποιήματα, ο Μανουέλ Χοσέ Τοβάρ (1831-1869), δημοσιογράφος πολύ φιλόδοξος για τις δυνατότητές του και, σε πιο υψηλό επίπεδο, ο Ρικάρντο Χοσέ Μπουσταμάντε (1821-1884) και ο Νέστορ Γκαλίντο (1830-1865).
Ένα άλλο αποτέλεσμα του ρομαντισμού στη Β. υπήρξε η γέννηση του θεάτρου (αφού οι παραστάσεις της Ποτοσί, τον 16ο και 17ο αι. είναι γνωστές μόνο από πληροφορίες και, άλλωστε, δεν φαίνονται να είναι παρά θεαματικά και σποραδικά επεισόδια). Εκτός από μερικά μεμονωμένα κείμενα, τρεις ήταν οι κυριότεροι και σχεδόν μοναδικοί δραματουργοί της Β. του 19ου αι.: ο Φέλιξ Ρέγες Ορτίς (1828-1883), συγγραφέας δύο ρομαντικών δραμάτων, Αγάπη και μίσος (Οdio y Αmor, 1859) και Los Lanza (1875), και δύο έμμετρων κωμωδιών, Κουτσομπολιά (Chismografίa, 1876) και Πώς προοδεύουν τα παιδιά! (Que progreso de muchachos!, 1877)· ο Μπενχαμίν Λενς (1836-1880), επίσης εκδότης και πεσιμιστής λυρικός ποιητής, έδωσε στο θέατρο έξι έργα, ιστορικά και ηθογραφικά· τέλος, ο Νατανιέλ Αγκίρε (1842-1888) έκανε μερικά βήματα προς το ρεαλιστικό θέατρο, πάντοτε όμως με επιφανειακή ρομαντική ευαισθησία. Στο σύνολό τους, όμως, τα καλλιτεχνικά αποτελέσματα υπήρξαν ελάχιστα και καθόλου πρωτότυπα, ακόμα και στον τομέα της δραματικής λογοτεχνίας. Η ταραγμένη ζωή της χώρας και η πολιτιστική απομόνωσή της επηρέασαν αρνητικά και τη λογοτεχνική ανάπτυξη.
Αργή και ελάχιστα σημαντική υπήρξε επίσης, για τους ίδιους λόγους, και η ανάπτυξη της μυθιστοριογραφίας. Μετά τις ιστορικές αφηγήσεις της Χ.Μ. Γκορίτι, που αναφέρθηκαν προηγουμένως, τα μυθιστορήματα με κάποια σπουδαιότητα ήταν Το νησί (La isla, 1864) του Μανουέλ Μ. Γκαμπαλιέρο, Μυστήρια της καρδιάς (Μisterios del corazόn, 1869) του Μαριάνο Ρικάρντο Τεράσας (1833-1878) και Juan de la Rosa του Νατανιέλ Αγκίρε, που διηγείται τον πόλεμο της ανεξαρτησίας μέσω των αναμνήσεων ενός παιδιού. Στο σημείο αυτό μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι το βολιβιανό ιστορικό μυθιστόρημα δεν τελείωσε τον 19ο αι., αλλά συνεχίστηκε και στον 20ό, μέχρι τις μέρες μας, εκμεταλλευόμενο τρία εθνικά ρεύματα: το προκολομβιανό, το αποικιακό και τις φάσεις του 19ου αι. Η ανάμνηση του παρελθόντος είναι ακόμα πολύ ισχυρή για τους συγγραφείς της χώρας, παρά τις απαιτήσεις του σκληρού παρόντος. Από τον ρομαντισμό, τέλος, γεννήθηκε και ένα ρεύμα αρκετά σπουδαίων ιστορικών μελετών. Ανάμεσα στους πολυάριθμους λογοτέχνες που ασχολήθηκαν με τις μελέτες αυτές αξίζει να αναφέρουμε ιδιαίτερα τον Γκαμπριέλ Ρενέ Μορένο (1836-1908).
Οι ποιητές και οι πεζογράφοι του μοντερνισμού. Στη δημιουργία και στην ανάπτυξη του ανανεωτικού κινήματος που είναι γνωστό με τον όρο μοντερνισμός, η Β. συνέβαλε με δύο προσωπικότητες πολύ σημαντικές: τον ποιητή και πεζογράφο Ρικάρντο Χάιμες Φρέιρε (1868-1933) και τον Φρανς Ταμάγιο (1880-1956), που έγινε ο εθνικός ηγέτης της νέας σχολής, στρεφόμενος στον ελληνορωμαϊκό κλασικισμό για τα θέματα και σε σπάνιες λυρικές αλχημείες για τα μέτρα και τη γλώσσα. Τα λυρικά έργα του Ταμάγιο τον αναδεικνύουν στον πιο γνήσιο ανάμεσα στους ποιητές της χώρας (χωρίς να εξαιρεθεί ο Χάιμες Φρέιρε) που άκμασαν στο πρώτο μισό του 20ού αι. Σε κατώτερο επίπεδο, αλλά πάντοτε αξιοσημείωτο, τοποθετούνται άλλοι ποιητές, όπως ο Γκρεγκόριο Ρέινολντς (1882-1947) και ο Μανουέλ Μαρία Πίντο (1871-1942).
Αρκετά σπουδαία και πρωτότυπη είναι η ανάπτυξη της πεζογραφίας. Όπως στην ποιητική κορυφή υπήρξε ο Χάιμες Φρέιρε, στην πεζογραφία κορυφαίος υπήρξε ο Αλσίντες Αργκέδας (1879-1946). Οι σχέσεις του με τον μοντερνισμό είναι εμφανείς στα πρώτα του κιόλας μυθιστορήματα, αλλά το Μπρούντζινη γενιά (Raza de bronce, 1919) αντιπροσωπεύει χωρίς αμφιβολία ένα έργο-σταθμό, ένα αριστούργημα. Σε όλη τη Λατινική Αμερική το βιβλίο αυτό εγκαινίασε το ρεύμα του μυθιστορήματος καταγγελίας. Με το ψυχολογικό μυθιστόρημα είναι συνδεδεμένο το όνομα του Βάλτερ Καρβαχάς, συγγραφέα του έργου Ανανέωση ή θάνατος (Renovarse ο morir, 1919). Επίσης, θα πρέπει να αναφέρουμε τους αξιόλογους Αμπέλ Αλαρκόν, Αντόλφο Οτέρο και Αουγκούστο Σέσπεντες. Στην τροχιά του Αργκέδας κινήθηκαν και άλλοι Βολιβιανοί, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Χάιμε Μεντόσα (1874-1940) και ο Αρμάντο Τσιρβέτσες (1883-1926).
Οι νέοι ποιητές και η λογοτεχνία διαμαρτυρίας. Ανάμεσα στους ποιητές, ο σημαντικότερος επίγονος των μεγαλύτερων μοντερνιστών υπήρξε ο Κλαούντιο Πενιαράντα (1884-1924), ακολουθούμενος από τον Χοσέ Εντουάρντο Γκέρα (1893-1943), και από τους πιο νέους ο Χουάν Καπρίλες (1890-1953), ο Νικολάς Ορτίς Πατσέκο (1893-1953) και ο Ραφαέλ Μπαλιβιάν, του οποίου το έργο Φωτισμένο μονοπάτι (Senda iluminada, 1924) αποκαλύπτει τις πρώτες επιδράσεις της πρωτοποριακής ποίησης.
Οι γενιές του 20ού αι., παρότι τυπικά απομακρύνθηκαν ολοένα και πιο πολύ από τον μοντερνισμό, έδειξαν ότι κατανόησαν τα βασικά τεχνικά μαθήματα. Μια πρώτη ομάδα, αρκετά μεγάλη, με επικεφαλής τον Οκτάβιο Καμπέρο Ετσασού, επανέλαβε με νέο πνεύμα τα παλαιά φολκλορικά θέματα και εκείνα που αναφέρονταν στους αυτόχθονες. Άλλοι αντίθετα κινήθηκαν σε πιο ελεύθερους δρόμους και ακολούθησαν ισπανικά πρότυπα (Λόρκα, Αλμπέρτι) καθώς και ευρωπαϊκά σουρεαλιστικά, όπως οι Λουίς Μεντισάλ Σάντα Κρους, Ραούλ Οτέρο Ρέιτσε, Λούσιο Ντίες δε Μεδίνα, Χαβιέρ ντελ Γκρανάδο, οι αδελφοί Βίλια Γκόμες κ.ά.
Ωστόσο, το σύγχρονο λογοτεχνικό πανόραμα της Β. –εξαιτίας της δύσκολης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα καθώς και του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού– παρουσιάζεται μάλλον πενιχρό. Από τους ποιητές πάντως, θα πρέπει να αναφερθούν οι Γιολάντα Μπεντρεγκάλ, Χόρχε Σουάρες, Φελίξ Ροσπιλιόζι και, κυρίως, ο Πέντρο Σιμόζε, ο οποίος είναι επίσης μυθιστοριογράφος, χρονογράφος, κριτικός μακράς πνοής, μουσικολόγος και σχεδιαστής. Μεταξύ των νεότερων πεζογράφων, που ασχολήθηκαν σχεδόν όλοι με τα κοινωνικά προβλήματα, τη διαμαρτυρία κατά των αδικιών και την προστασία του αυτόχθονα, διακρίθηκαν ο Ραούλ Μποτέλιο Γκονσάλβες, ο Μαρσέλο Κιρόγκα Σάντα Κρους και ο Αουγκούστο Σεσπέντες. Συγγραφείς με αξιόλογο ταλέντο είναι επίσης ο Αντόλφο Κόστα ντου Ρελς, ο Ρομπέρτο Λέιτον, ο Ούγκο Μπλιμ, ο Πορφίριο Ντίας Ματσικάο, ο Αρμάντο Μοντενέγκρο, ο Ραούλ Τεϊξίδο και άλλοι. Ο Ρενάτο Πράδα και ο Χεσούς Ουρσαγκάστι μπορούν να θεωρηθούν ανανεωτές της θεματολογίας. Στο δοκίμιο, τέλος, διακρίθηκαν ο Φερντινάντο Ντίες δε Μεντίνα και ο Ζεζού Λάρα.Από την προκολομβιανή εποχή στην πρώτη βολιβιανή αποικιακή τέχνη. Η Β. έχει από την προκολομβιανή εποχή πολυάριθμες και σημαντικές μαρτυρίες, ιδιαίτερα στη ζώνη της λίμνης Τιτικάκα, στην οποία βρίσκεται η Τιαουανάκο, ένα από τα σπουδαιότερα λατινοαμερικανικά αρχαιολογικά κέντρα. Στην καλλιτεχνική κουλτούρα που δημιούργησε η πόλη αυτή, η γλυπτική σε πέτρα είναι αρκετά διαδεδομένη και προσφέρει αγάλματα που απεικονίζουν μορφές όρθιες ή καθισμένες, με μεγάλα κεφάλια που χαρακτηρίζονται από τονισμένα ζυγωματικά και προεξέχουσες γνάθους, αγάλματα-υποστυλώματα, με χαραγμένες παραστάσεις και πλάκες διακοσμημένες με γεωμετρικά μοτίβα. Η διακόσμηση μπορεί να αποτελείται από την ίδια τη χάραξη όπως στα αγάλματα-υποστυλώματα ή από ανάγλυφα σχέδια στις επίπεδες επιφάνειες. Τα αγάλματα-υποστυλώματα, που φτάνουν και ξεπερνούν μερικές φορές το ύψος των έξι μέτρων, απεικονίζουν μια ανθρώπινη μορφή με τα μπράτσα ακουμπισμένα στο στήθος, με το ένα χέρι να κρατά ένα αγγείο και το άλλο ένα τελετουργικό αντικείμενο· το κεφάλι, τετράγωνο, περιβάλλεται από μια διακοσμημένη λωρίδα και ολόκληρη η επιφάνεια καλύπτεται από πυκνή εγχάρακτη διακόσμηση που στα ρούχα επαναλαμβάνει τα μοτίβα τα οποία συναντά κανείς στα υφαντά.
Στην κεραμική διακρίνονται τρεις φάσεις: στην πρώτη, που θεωρείται αρχαϊκή, αποδίδονται αγγεία φτιαγμένα από βαρύ υλικό με απλές μορφές, όπως κοτύλες με δύο χρώματα και μονόχρωμα αγγεία, που έκαιγαν αρώματα, με απλά ιχνογραφήματα. Η κλασική φάση παρουσιάζει τις ίδιες μορφές, με πιο λεπτό υλικό, καλύτερο φινίρισμα και μεγαλύτερη χρωματική ποικιλία (έχουν βρεθεί έως οκτώ σε ορισμένα δείγματα)· η διακόσμηση ζώων, προπάντων πούμα και κόνδορα ή μονάχα των κεφαλιών τους, χαρακτηρίζεται από την κατατομή του σχεδίου που έχει εκτελεστεί με άσπρο ή μαύρο, ενώ εμφανίζεται ήδη ένας άλλος τύπος διακόσμησης βασισμένος σε σύμβολα, που έμελλε να δεσπόσει στην τελευταία φάση. Η μετακλασική περίοδος προσφέρει μεγάλη ποικιλία από αγγεία και κοτύλες, που χαρακτηρίζονται από τη διεύρυνση του επάνω μέρους και από τη διακόσμηση η οποία αποτελείται από αυστηρά γεωμετρικά μοτίβα. Είναι πιθανό ότι το τελευταίο αυτό στάδιο διήρκεσε για πολύ καιρό πριν από την κατάκτηση των Ίνκας, τον 15ο αι.
Το στιλ μουντέχαρ βρήκε στη Β. πολύ ευνοϊκό έδαφος από τα τελευταία χρόνια του 16ου αι. Στην Ποτοσί, το σκευοφυλάκιο της μονής του Αγίου Δομίνικου έχει όμορφη σκαλιστή κορυφή, όπως και η ξύλινη στέγη με μοτίβα αστεριών και λουλουδιών στον ναό του Αγίου Φραγκίσκου στη Σούκρε. Η οικονομική και καλλιτεχνική ανάπτυξη της Ποτοσί, που ανακόπηκε την πρώτη δεκαετία του 17ου αι. από την καταστροφή που προκάλεσε η κατάρρευση του φράγματος της λίμνης Καρικάρι, συνεχίστηκε από τα μέσα του 20ού αι. με την αρχή του μπαρόκ, το οποίο προαναγγέλλουν ήδη οι πυλώνες των ναών του Αγίου Αυγουστίνου και της Αγίας Τερέζας.
Αντίθετα με την Ποτοσί, η Σούκρε, η παλαιά Τσουκισάκα, παρουσιάζει κυρίως ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, ως κέντρο του κλήρου και της γραφειοκρατίας. Το πρώτο μισό του 17ου αι. χαρακτηρίζεται από κτίρια που θυμίζουν το όψιμο αναγεννησιακό στιλ, με γοτθικούς θόλους και θολίσκους με φατνώματα, παρότι υπάρχουν και χαρακτηριστικά μουντέχαρ. Στο δεύτερο μισό του αιώνα ανθεί το μπαρόκ, που θριαμβεύει στους πυλώνες του καθεδρικού ναού. Οι επικαλύψεις του μοναδικού κλίτους και του οκτάγωνου θόλου του δομινικανικού ναού του Σαν Μιγκέλ παρουσιάζουν μικρά γεωμετρικά στοιχεία μαυριτανικού τύπου, όμοια με πολύτιμο κέντημα. Η Β., όπως γενικά όλη η Λατινική Αμερική, οφείλει στην Ευρώπη το στιλ της γλυπτικής και της ζωγραφικής της. Πολλά έργα ευρωπαϊκής προέλευσης έφτασαν εδώ και συνέβαλαν στη διαμόρφωση των τοπικών καλλιτεχνών.
Η αρχιτεκτονική του 18ου αι. Η Λα Πας, μολονότι είναι χτισμένη σε μεγάλο ύψος, παρουσιάζει ενδιαφέροντα οικοδομήματα· το μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου είναι το σπουδαιότερο μνημείο της αποικιακής εποχής και ο ναός είναι από τους καλύτερους της περιόδου στο υψίπεδο. Με τρία κεντρικά κλίτη, εγκάρσιο διάδρομο και θόλο, έχει θολωτές επικαλύψεις και στα πλευρικά κλίτη. Η πρόσοψη μοιάζει να είναι καλυμμένη με κέντημα, χάρη στην πλούσια διακόσμηση που συνενώνει φυτικά και ανθρωπόμορφα μοτίβα, και καλύπτει και τους ελικοειδείς κίονες με το κιονόκρανο που θυμίζει αμυδρά το κορινθιακό. Ο πυλώνας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα έργα του ανδικού μπαρόκ.
Μερικά ιδιωτικά οικοδομήματα της Λα Πας παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον χάρη στην παρουσία τριών πάτιο, το πρώτο από τα οποία προορίζεται για τα τρία κυριότερα δωμάτια· ιδιαίτερη είναι επίσης η σπουδαιότητα που δίνεται στην πρόσοψη του πρώτου πάτιο, στο οποίο ανοίγει μια μεγάλη πόρτα που οδηγεί μέσω μιας αίθουσας στην επάνω στοά. Ο πυλώνας αυτός, που έχει επάνω το οικογενειακό έμβλημα, γίνεται σπουδαιότερος από τον πυλώνα της ίδιας της πρόσοψης του κτιρίου, όπως στο σπίτι των μαρκησίων Βιλιαβέρντε ή στο πολυτελές ανάκτορο του Ντίες δε Μεδίνα.
Ο ναός και το παρεκκλήσι του Αγίου Φιλίππου του Νέρι, το σπουδαιότερο αρχιτεκτονικό συγκρότημα της Σούκρε (τέλη 18ου αι.), είναι επηρεασμένα από το ροκοκό που ήλθε από τη Γαλλία μέσω του Μπουένος Άϊρες.Το βολιβιανό θέατρο, τόσο κατά την αποικιοκρατική περίοδο όσο και για μακρύ χρονικό διάστημα μετά την ανεξαρτησία, ήταν ένα απολύτως περιθωριακό φαινόμενο, επηρεασμένο από τα ισπανικά μοντέλα, ενώ τα θεατρικά έργα που γράφονταν ήταν θρησκευτικά και ιστορικά δράματα (βλ. σχετικά παραπάνω, Λογοτεχνία, Ρομαντισμός). Μόνο μετά τη δεκαετία του 1920 δημιουργήθηκαν πειραματικές ομάδες που ευνόησαν τη γένεση μιας νέας δραματουργίας, μέσω της οποίας καταβλήθηκε προσπάθεια να συμβάλει το θέατρο στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας και να διαμαρτυρηθεί ταυτοχρόνως για τις άθλιες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα.
Ο γνωστότερος θεατρικός συγγραφέας της Β. είναι ο Αντόλφο Κόστα ντου Ρελς, το έργο του οποίου, Los estandartes del rey (1956), παίχθηκε και σε άλλες χώρες. Δεν υπάρχει, πάντως, ούτε στην πρωτεύουσα ούτε αλλού μια στέρεη, συγκροτημένη θεατρική δομή και έτσι η θεατρική δραστηριότητα είναι ακόμα σποραδική. Ωστόσο, επειδή η πολιτιστική ζωή της χώρας είναι αρκετά σημαντική, παρά τα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα, μπορούμε να προβλέψουμε και για το βολιβιανό θέατρο ένα καλύτερο μέλλον.Ο δεσμός του ιθαγενούς με τις αρχαίες παραδόσεις του και ο θρησκευτικός συγκρητισμός. Στη Β. συνυπάρχουν, χωρίς να έχουν φτάσει ποτέ στη συγχώνευση, φυλές διαφορετικής προέλευσης και κουλτούρας: ιθαγενείς πληθυσμοί στο υψίπεδο και στις κορδιλιέρες, πληθυσμοί μιγάδων κυρίως στις ανατολικές κοιλάδες των Άνδεων, πληθυσμοί ισπανικής προέλευσης, πολύ συντηρητικοί, στη Σούκρε και τη Σάντα Κρους δε λα Σιέρα. Τέλος, στα δάση του Αμαζονίου, που καλύπτουν τον βορρά και την ανατολή της χώρας, καθώς και στις πεδιάδες του Τσάκο, υπάρχουν ινδιάνικες φυλές που ζουν στις παρυφές του δυτικού πολιτισμού, όπως οι Σιριόνο, αποκλειστικά κυνηγοί και ψαράδες. Το ιθαγενές στοιχείο των Άνδεων παραμένει πιστά προσκολλημένο στα έθιμά του. Ένα γερό νήμα ενώνει την εποχή των Αϊμαρά με εκείνη των Ίνκας και μετά, με την ισπανική κατάκτηση, τις μέρες της ανεξαρτησίας και τις μέρες μας· και είναι ένα φαινόμενο πολύ παράξενο, δεδομένου ότι οι αρχαίοι δεν είχαν γραφή. Ωστόσο, η εξήγηση βρίσκεται στη μακραίωνη απομόνωση των Βολιβιανών στα βουνά τους, στα μεγάλα υψόμετρά τους. Το γεωγραφικό στοιχείο κυριαρχεί, και εδώ –περισσότερο από κάθε άλλη χώρα– συνέβαλε άμεσα στη διαμόρφωση του άτυχου αλλά ζωντανού αυτού λαού. Το πνεύμα του είναι κάθε άλλο παρά στερημένο από πλούτο· αντίθετα μάλιστα το περιεχόμενό του φτάνει σε ύψη απροσδόκητα.
Τα έθιμα και οι παραδόσεις των πληθυσμών των Άνδεων προέρχονται από τα χρονικά και από την ιστορία ενός λαού που, περισσότερο από κάθε άλλον, τις μετέφερε γνήσιες στην εποχή μας, αν και με κάποια παραφθορά, που ωστόσο εξηγείται από τη βία που γνώρισε η γη αυτή από τη Δύση. Η μυθολογία των ιθαγενών επιζεί, η δύναμή της αναφαίνεται στις ίδιες τις θρησκευτικές τελετές και είναι υπεύθυνη για το γεγονός ότι ο Βολιβιανός αγνοεί τα σύνορα ανάμεσα στη θρησκεία και τον ανιμισμό. Στη μυθολογική κορυφή βρίσκεται η Πάτσα-Μάμα, δηλαδή η μητέρα-Γη, γενναιόδωρο σύμβολο της ζωής και της γονιμότητας· ο χριστιανισμός δεν τη νίκησε, δεν κατάφερε να την εξαλείψει σε μια αγροτική κοινωνία με μικρή πολιτιστική ανάπτυξη. Ο ιθαγενής των Άνδεων ζει σε έναν τελείως δικό του κόσμο, κατοικημένο από πνεύματα που επεμβαίνουν σε κάθε ενέργεια της ζωής του ανθρώπου. Μπροστά στα θαύματα της φύσης, μπροστά στην απεραντοσύνη των λιμνών ή στην επιβλητικότητα των βουνών που υψώνονται με τις χιονισμένες κορυφές τους πάνω από τα 6.000 μ., ο ιθαγενής δεν δοκιμάζει ωραία συναισθήματα. Οι αντιδράσεις του είναι αντιδράσεις φόβου· νιώθει σαν να συνθλίβεται από την πολύ βαριά αυτή φύση και ικετεύει τα πνεύματα να μην του κάνουν κακό, «να μην του κλέψουν την ψυχή». Η επίκληση αυτή προσαρμόζεται σε κάθε πράξη της ζωής του και ο ιθαγενής την επαναλαμβάνει στο άγαλμα του αγίου-προστάτη, στα πόδια του καμπαναριού της εκκλησίας, στη λίμνη Τιτικάκα και στα βουνά. Σύμφωνα με τους κατοίκους των Άνδεων, το σώμα μας φιλοξενεί πάρα πολλές ανεξάρτητες μονάδες, διαφορετικής φύσης, οι οποίες μετά τον θάνατο ακολουθούν διαφορετικά πεπρωμένα. Η πρώτη από τις μονάδες αυτές είναι το πνευματικό αντίστοιχο του σώματός μας, που μετά τον θάνατο μεταναστεύει σε μία μακρινή τοποθεσία, ένα είδος γήινου παραδείσου, όπου δεν υπάρχουν λύπες και οι νεκροί έχουν μια ζωή που ελάχιστα διαφέρει από εκείνη που είχαν όταν ήταν ζωντανοί, κυνηγώντας, ψαρεύοντας και μαζεύοντας φρούτα. Ωστόσο η ψυχή, πριν φτάσει στην όαση αυτή ανάπαυσης, πρέπει να πραγματοποιήσει ένα μακρύ ταξίδι που διαρκεί περίπου έναν χρόνο. Για να τη βοηθήσουν, της παρέχουν τα απαραίτητα εφόδια: τρόφιμα, ποτά, φύλλα από κόκα, όπλα και διάφορα αντικείμενα. Συχνά θυσιάζεται ένα κατοικίδιο ζώο. Μια δεύτερη ψυχή ενώνει όλα τα καλά και τα κακά στοιχεία της ύπαρξής μας. Η ψυχή αυτή δεν φεύγει, αλλά παραμένει κοντά στα μέρη όπου έζησε ο νεκρός και, πάντοτε επικίνδυνη, ενοχλεί τους ζωντανούς. Για να την αντιμετωπίσει κανείς πρέπει να έχει τα κατάλληλα υλικά, κατά προτίμηση κάποιο αντικείμενο του νεκρού, και για να την απομακρύνουν, όλα όσα ανήκαν στον νεκρό καίγονται ή πλένονται, ενώ το σπίτι και οι αγροί του εγκαταλείπονται. Χάρη στις προφυλάξεις αυτές, η δεύτερη αυτή ψυχή μαραζώνει και σταδιακά εξαφανίζεται.
Ο μάγος οφείλει τη δύναμή του σε μια βοηθητική ψυχή ή σε ένα πνεύμα που τον συνοδεύει και το οποίο συχνά, μετά τον θάνατό του, ενσαρκώνεται σε έναν άλλο μάγο. Ο αϊνάρα διαθέτει ακόμα άλλες δύο ή τρεις ψυχές, έξι ή επτά συνολικά, που του δίνουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: εξυπνάδα, θάρρος, ψευτιά. Η υγεία του σώματος εξαρτάται από μία άλλη ψυχή, διαφορετικής φύσης, ημιζωικής. Η ψυχή αυτή είναι εκείνη που δίνει την ισορροπία στην υγεία. Αν τη χάσει κανείς, για παράδειγμα ύστερα από μεγάλο φόβο, εμφανίζονται αμέσως οργανικές διαταραχές. Και η ψυχή αυτή μπορεί να απαχθεί από έναν εχθρό μάγο ή από ένα πνεύμα που έχει προσβληθεί. Είναι το σούστο, το κακό του φόβου, που το τρέμουν τόσο οι ιθαγενείς όσο και οι μιγάδες. Από τις δοξασίες αυτές προέρχεται μια ιδιαίτερη σχέση με τον χριστιανισμό. Μπορεί να παρακολουθήσει κανείς στους ναούς του υψιπέδου παράξενες τελετές. Συμβαίνει, π.χ., ο ιερέας ενός ναού να συμβουλεύεται τα φύλλα της κόκας ή να ραντίζει με αίμα τους τοίχους της εκκλησίας, το καμπαναριό ή το ιερό. Ο ιθαγενής των Άνδεων θεωρείται καλός καθολικός και δεν δέχεται ούτε κριτικές ούτε τροποποιήσεις του τελετουργικού του. Τετρακόσια χρόνια συμβίωσης με τον ισπανικό καθολικισμό αρχικά, και τον τοπικό στη συνέχεια, δεν άλλαξαν ούτε τη νοοτροπία ούτε την πίστη του. Ο χριστιανισμός δεν του αφαίρεσε τίποτα και του δίδαξε ελάχιστα, αλλά σε αντιστάθμισμα του εμπλούτισε τη μαγική του κληρονομιά. Το σύνολο των ισπανικών εικόνων δημιούργησε τα υπόλοιπα: ο Σαντιάγο (Σαν Χαΐμε) έγινε ο θεός της αντίστασης· ο άγιος Πέτρος (Σαν Πέδρο), ο θεός της λίμνης· η Παναγία ταυτίστηκε με την Πάτσα-Μάμα, τη θεά της Γης. Κάθε άγαλμα αγίου έγινε διαφορετικός θεός, με αποτέλεσμα να μην ταυτίζεται ο άγιος Αυγουστίνος (Σαν Αγκουστίν) με τα μεγάλα γένια ενός ορισμένου χωριού με τον μικρό άγιο Αυγουστίνο του γειτονικού χωριού, ο οποίος έχει λιγότερα γένια και μαλλιά.
Οι κάτοικοι των Άνδεων έχουν έτσι δημιουργήσει έναν δικό τους κόσμο με στοιχεία ανιμιστικά και χριστιανικά, στον οποίο δεν υπάρχει καθόλου η μορφή του Χριστού. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολυάριθμα αγάλματα του Χριστού που τα λατρεύουν, όπως του Χριστού με το ακάνθινο στεφάνι ή του Εσταυρωμένου, αλλά για τους αυτόχθονες οι εικόνες αυτές αντιπροσωπεύουν εικόνες που δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους και καμιά σχέση επίσης με το πρόσωπο του Χριστού.
Η ζωή στις κοινότητες. Οι ιθαγενείς χωρικοί παραμένουν προσκολλημένοι στην κοινότητα, παλαιά μορφή αγροτικής οργάνωσης που χρονολογείται από την εποχή πριν από τους Ίνκας, η οποία επέζησε σε όλα τα πολιτικά καθεστώτα που διαδέχτηκαν το ένα το άλλο στις Άνδεις: αυτοκρατορία των Ίνκας, ισπανική αποικιακή διοίκηση, ανεξαρτησία και δημοκρατία. Η κοινότητα (αΐλιου) ή το χωριό διαιρείται σε δύο τμήματα, ένα ισχυρό και ένα ασθενές, που σχηματίζουν ενδογαμικές κάστες ευκρινώς διαχωρισμένες, οι οποίες όμως συντηρούν στην κορυφή κοινή διοίκηση. Κάθε τμήμα εκλέγει κάθε χρόνο έναν ορισμένο αριθμό αξιωματούχων που αποτελούν το κοινοτικό συμβούλιο. Η ιδιοκτησία του εδάφους ανήκει στην κοινότητα, αλλά όταν ο ιθαγενής φτάσει σε μια ορισμένη ηλικία παίρνει ένα τμήμα εδάφους, όμοιο με των άλλων, και αρχίζει να καλύπτει τις πρώτες δημόσιες θέσεις για να φτάσει βαθμιαία έως το υπέρτατο αξίωμα του αρχηγού του δικού του αΐλιου. Οι θέσεις αυτές αυξάνουν σε σπουδαιότητα και γίνονται πιο σοβαρές, αλλά σε περίπτωση ανάγκης ζητείται η βοήθεια άλλων μελών της ομάδας, τόσο υλική για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών όσο και οικονομική.
Η καθημερινότητα των αυτοχθόνων χαρακτηρίζεται από τις πολυάριθμες γιορτές των αγίων-προστατών κάθε χωριού, τις γιορτές των κοινοτήτων των ορυχείων, τις περίφημες ντιαμπλάδας, και τις γιορτές που έχουν σχέση με γεωργικές τελετουργίες και μαγικές τελετές. Η γιορτή του τοπικού αγίου-προστάτη είναι το μεγαλύτερο γεγονός για τα χωριά και τις κοινότητες. Κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου, κατάλληλα επιλεγμένοι αξιωματούχοι, δάσκαλοι χορού, τελετάρχες και άλλοι, προετοιμάζουν τη γιορτή, η πολυτέλεια της οποίας πρέπει να ξεπεράσει εκείνη των γειτονικών ομάδων. Τις παραμονές της γιορτής, οι καλεσμένοι συγκεντρώνονται από κάθε σημείο. Μπροστά στον ναό ένα μεγάλο μάλλινο ύφασμα καλύπτεται από όλα τα πλούτη της κοινότητας. Καθένας τοποθετεί σε αυτό ασημένιες καρφίτσες με μεγάλη κεφαλή, αγγεία, ασημένια πιάτα και τα παλιά ισπανικά νομίσματα που διατηρούνται ευλαβικά στο κοινοτικό θησαυροφυλάκιο. Οι καμπάνες χτυπούν συνεχώς. Μπροστά πηγαίνουν οι ομάδες χορευτών των διαφόρων κοινοτήτων που συναγωνίζονται σε τέχνη και αντοχή. Ο οξύς ήχος της κένα (φλογέρα από καλάμι), τα χτυπήματα του τύμπανου και ο ήχος των αυλών του Πανός ακούγονται ασταμάτητα όλη τη νύχτα. Ακούραστοι οι χορευτές εκτελούν στην πλατεία τους αργούς κύκλους τους, σταματώντας στις γωνίες για να κάνουν στροφή γύρω από τον εαυτό τους. Τη στιγμή της λειτουργίας οι χοροί σταματούν και όλοι οι χορευτές, που είναι ντυμένοι με λαμπρές ενδυμασίες, ακολουθούν τη λιτανεία. Όλοι ρίχνουν χαρτοπόλεμο και ο λειτουργός καλύπτεται ολόκληρος. Ύστερα ξαναρχίζει ο χορός που διαρκεί ώσπου ο οργανωτής της γιορτής να αρχίσει να μοιράζει ποτά και κόκα. Η γιορτή μπορεί μερικές φορές να διαρκέσει ακόμα και μία ολόκληρη εβδομάδα. Οι πιο παλαιοί χοροί, συνοδευόμενοι από την κένα ή το σίκους (αυλός του Πανός), χρονολογούνται από την εποχή πριν από τους Ίνκας. Οι χοροί αυτοί απομιμούνται το κυνήγι της βικούνιας, του ναντού (στρουθοκαμήλου των Άνδεων), του κόνδορα και άλλων ζώων. Οι χορευτές, που φορούν δέρματα ζώων, ακολουθούνται από τους κυνηγούς που κραδαίνουν σφεντόνες ή λάσο το οποίο κινούν όπως θα κινούσαν για να συλλάβουν τα θηράματά τους.Τυπικά πιάτα των Βολιβιανών είναι το πλάτο πασένιο (σούπα από καλαμπόκι, πατάτες, τυρί και φασόλια), τα πικάντες (κομματάκια από κρέας κοτόπουλου σε πικάντικη σάλτσα), η εμπανάδα (παστίτσιο με κρέας) και το τσούνιο (ξεραμένες πατάτες, με κρέας και αβγά), ενώ πολύ νόστιμα είναι και τα φρούτα. Ένα διεγερτικό για τα μεγάλα υψόμετρα είναι το τσάι με κόκα.
Φεστιβάλ. Ανάμεσα στα φολκλορικά φεστιβάλ της Β., πασίγνωστo είναι εκείνο της Βίρχεν Καντελαρία στην Κοπακαμπάνα, στην Τιτικάκα (στις 2 Φεβρουαρίου και ιδιαίτερα στις 5 Αυγούστου), με συγκέντρωση χιλιάδων ιθαγενών του Περού και της Β., καθώς και οι γιορτές του Καρναβαλιού της Λα Πας και ακόμα περισσότερο της Ορούρο (η περίφημη Ντιαμπλάδα).Ο μεγαλύτερος πόλος έλξης της Β. είναι οι μεγάλες εκτάσεις του υψιπέδου, η καρδιά της χώρας, με τα επιβλητικά τοπία και τις απέραντες ερημικές περιοχές, με τις κάτασπρες χιονισμένες κορυφές, τις λίμνες, τις αλυκές, τα εξορυκτικά κέντρα και την τυπική πανίδα που αποτελείται από λάμα και αλπακά. Ο ινδιάνικος πληθυσμός, που είναι προσαρμοσμένος σε αυτό το περιβάλλον, συμπληρώνει το πλαίσιο αυτής της στέγης της Νότιας Αμερικής. Είναι ενδιαφέρον επίσης να κατεβεί ο επισκέπτης στα ανατολικά, μέσα από τις γιούνγκας και την πούνα της Κοτσαμπάμπα, συνεχίζοντας μέχρι ένα άλλο και τόσο διαφορετικό τμήμα της χώρας, το τμήμα των πεδιάδων της ανατολής.
Για την είσοδο στη χώρα δεν χρειάζεται βίζα· απαραίτητο είναι το πιστοποιητικό εμβολιασμού κατά της ευλογιάς. Οι εσωτερικές διαδρομές μπορούν να καλυφθούν με σιδηρόδρομο (σε μερικές περιπτώσεις είναι το πιο ενδιαφέρον μέσο), λεωφορεία (ενίοτε πολύ άνετα) ή νοικιασμένο αυτοκίνητο (στη Λα Πας, διοικητική πρωτεύουσα της χώρας, μπορεί κανείς να νοικιάσει αυτοκίνητο χωρίς οδηγό). Υπάρχουν επίσης αεροπορικές συνδέσεις από τη Λα Πας προς την Κοτσαμπάμπα, τη Σούκρε και τα κέντρα του ανατολικού βαθυπέδου. Η καλύτερη εποχή για το ταξίδι είναι η χειμερινή, ψυχρή αλλά ξηρή, από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο· η εποχή αυτή είναι η καλύτερη και για το ταξίδι στο ανατολικό βαθύπεδο, καθώς είναι λιγότερο βροχερή. Καλό είναι να έχει υπόψη ο ταξιδιώτης ότι τα μεγάλα υψόμετρα είναι κουραστικά, γι’ αυτό και θα πρέπει να προσαρμόζεται σε αυτά βαθμιαία, φτάνοντας ίσως στη Β. από τις γειτονικές χώρες, αντί να πάει απευθείας αεροπορικώς στη Λα Πας. Η διοικητική πρωτεύουσα συνδέεται με απευθείας πτήσεις (ημερήσιες με τη Λίμα) με τις κυριότερες αμερικανικές πόλεις.
Η Λα Πας και η λίμνη Τιτικάκα. Η Λα Πας αποτελεί υποχρεωτικό σταθμό, αν και δεν έχει μνημεία και αξιοθέατα ανάλογα με αυτά των άλλων πρωτευουσών της Νότιας Αμερικής. Στη Λα Πας μπορεί να επισκεφθεί κανείς το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Υπαίθριο Αρχαιολογικό Μουσείο, το Εθνικό Μουσείο Τέχνης, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, το σπίτι του Μουρίλιο, το ανάκτορο Βιλιαβέρντε, τους ναούς του Αγίου Φραγκίσκου και του Αγίου Δομίνικου, τις γραφικές ινδιάνικες αγορές κοντά στην Αβενίδα (Λεωφόρο) Μπουένος Άιρες και στην κάλιε (οδό) Σαγκάρναγκα, την αγορά μαγικών ειδών στην κάλιε Λινάρες. Στα περίχωρα βρίσκονται τα ηφαιστειακά πετρώματα της κοιλάδας της Σελήνης και το μοντικούλο δε Σαποκάτσι (βουναλάκι του Σαποκάτσι), απ’ όπου μπορεί να απολαύσει κανείς το πανόραμα της πόλης στην οποία δεσπόζουν ένα επιβλητικό τόξο βουνών και οι παγετώνες του Ιλιμάνι. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η επίσκεψη στο όμορφο αποικιακό χωριό Λάχα. Στα περίχωρα επίσης, ο ταξιδιώτης δεν θα πρέπει να παραλείψει να ανεβεί στο όρος Τσακαλτάγια (ο δρόμος οδηγεί σε ύψος 5.200 μ., όπου βρίσκεται το Ινστιτούτο Πυρηνικής Φυσικής και στο οποίο υπάρχει η ψηλότερη χιονοδρομική πίστα του κόσμου, σε ύψος 5.500 μ.), και να επισκεφθεί τις εύκρατες και υποτροπικές ζώνες των γιούνγκας (χωριά Κορόικο, Τσουλουμάνι και Καρανάβι), αφού πρώτα περάσει την κορδιλιέρα από ένα πέρασμα στις παρυφές των παγετώνων. Μπορεί επίσης να ανεβεί με αυτοκίνητο στη Μιλιούνι, στις παρυφές των παγετώνων του Ουάινα Ποτοσί και στο πέρασμα Σόνγκο, ένα από τα πιο όμορφα των Άνδεων. Σπουδαίος σταθμός από τη Λα Πας είναι τα περίφημα ερείπια της Τιαουανάκο κοντά στη λίμνη Τιτικάκα. Ο ταξιδιώτης θα επισκεφθεί τα νησιά του Ήλιου και της Σελήνης, τον ναό της Κοπακαμπάνα και τα παράκτια χωριά Ουαταχάτα και Τικίνα (όπου, από το πορθμείο ανάμεσα στις δύο όχθες, μπορεί να παρατηρήσει την πατροπαράδοτη διακίνηση των ιθαγενών με τα τυπικά σκάφη τοτόρα). Από την Ατσακάτσι, στη λίμνη Τιτικάκα, ο ταξιδιώτης φτάνει στη Σοράτα, στους πρόποδες του Ιλιαμπού, μια τοποθεσία από τις ωραιότερες της περιοχής, με κυριακάτικη αγορά. Άλλη οδός προσπέλασης για τη Λα Πας, ίσως η πιο άνετη από την ξηρά και εκείνη που προσφέρει τα πιο όμορφα αξιοθέατα, είναι ο σιδηρόδρομος, που από τις ακτές του Ειρηνικού ανεβαίνει κατευθείαν στα υψίπεδα με αφετηρία το λιμάνι της Χιλής Αρίκα, σε μικρή απόσταση από τα περουβιανά σύνορα (ταχεία αυτοκινητάμαξα δύο φορές την εβδομάδα σε 10 ώρες).
Προς τον νότο για την Ποτοσί και τη Σούκρε. Προχωρώντας από τη Λα Πας προς τα νότια (με τρένο ή αυτοκίνητο) ο επισκέπτης φτάνει αρχικά στην Ορούρο, τη σημερινή πόλη του κασσίτερου, χάρη στα παλαιά ορυχεία της περιοχής, και πιο πέρα στην Ποτοσί, την παλιά πρωτεύουσα του αργύρου στην πρώτη περίοδο της αποικιοκρατίας, που διατηρεί ακόμη ίχνη του λαμπρού παρελθόντος της. Τα οικοδομήματα Ρεάλ Κάσα δε λα Μονέδα, Αντίγκουο Καμπίλντο, Λας Κάχας Ρεάλες και οι ναοί της Εταιρείας του Ιησού και του Αγίου Φραγκίσκου, καθώς και τα ερείπια του Σαν Μπενίτο, είναι αξιοσημείωτα για την αρχιτεκτονική και τα έργα τέχνης τους. Το τρένο και ο δρόμος συνεχίζουν μέχρι τη Σούκρε (αεροπλάνο), που ονομάζεται Λευκή πόλη, με σχεδόν ανέπαφη την παλαιά της αποικιακή ατμόσφαιρα. Εκεί αξίζει να δει κανείς τον ιστορικό ναό του Σαν Μιγκέλ, τον καθεδρικό ναό, τον ναό του Αγίου Φραγκίσκου και άλλους, καθώς και τα πολυάριθμα μη θρησκευτικά οικοδομήματα, τα σπίτια των ευγενών, το Αποικιακό Μουσείο και την Πινακοθήκη. Η διαδρομή αυτή μπορεί να περιληφθεί σε ένα ταξίδι στην Αργεντινή και στη Χιλή (ή από τις χώρες αυτές), με τη χρησιμοποίηση του δρόμου που από τη Σούκρε συνεχίζει στην αργεντινή μεθόριο Βιλιασόν-Λα Κιάκα ή του σιδηρόδρομου (δύο φορές την εβδομάδα) από τη Λα Πας στην Τουκουμάν και στο Μπουένος Άιρες (48 ώρες με βαγκόν-λι), περνώντας από την Ορούρο, τη Ρίο Μουλάτο (διακλάδωση για την Ποτοσί και τη Σούκρε) και την Ουγιούνι (διακλάδωση για τη χιλιανή ακτή της Αντοφαγκάστα· σύντομη θεαματική διακλάδωση για τα πλούσια ορυχεία αργύρου της Πουλακάγιο). Τόσο ο σιδηρόδρομος από τη Λα Πας προς την Αργεντινή όσο και ο σιδηρόδρομος από τη Λα Πας προς την Αντοφαγκάστα της Χιλής (ένα ταξίδι την εβδομάδα διάρκειας 33 ωρών), μολονότι δεν προσφέρουν μεγάλες ανέσεις, περνούν από υπέροχα και ποικιλόμορφα τοπία, με τη βαθμιαία αλλαγή του περιβάλλοντος. Ο πρώτος, από το βολιβιανό υψίπεδο κατεβαίνει μέσα από βαθιές κοιλάδες στους αγρούς με ζαχαροκάλαμο της Τουκουμάν και ύστερα στις αργεντινές πάμπας. Ο δεύτερος ξεκινά από το υψίπεδο, περνά από τις ερημικές αλατούχες εκτάσεις της δυτικής Β., ανεβαίνει στα σύνορα με τη Χιλή κοντά σε ψηλά ηφαίστεια και κατεβαίνει προς το ερημικό σεληνιακό τοπίο της ακτής του Ειρηνικού.
Οι ανατολικές περιοχές. Στα όρια του υψιπέδου, αλλά σε χαμηλότερα υψόμετρα, η Κοτσαμπάμπα είναι η πύλη εισόδου στο εκτεταμένο ανατολικό βαθύπεδο, προς το οποίο στρέφεται το οικονομικό μέλλον της χώρας. Η πόλη είναι πλούσια σε παλαιά οικοδομήματα και ναούς της εποχής της αποικιοκρατίας (τυπική αγορά, λόφος του Σαν Σεμπαστιάν, ανάκτορο της οικογένειας Πατίνιο, κοντινά ερείπια της Ινκαλιάχτα από την αυτοκρατορία των Ίνκας). Η πόλη διαθέτει αεροδρόμιο (γραμμή για τη Λα Πας), άνετη σιδηροδρομική συγκοινωνία και προσφέρει επίσης πολυάριθμες διαδρομές με πούλμαν. Ο δρόμος που κατεβαίνει στη Σάντα Κρους δε λα Σιέρα είναι ο πιο άνετος και σύγχρονος της χώρας και περνά μέσα από τα πιο διαφορετικά περιβάλλοντα πριν φτάσει στα δάση. Από τη Σάντα Κρους δε λα Σιέρα, όπου στην παλαιά αποικιακή ατμόσφαιρα προστέθηκε και εκείνη που δημιούργησε η πρόσφατη ανάπτυξη (αεροπλάνο και πούλμαν τη συνδέουν καθημερινά με την Κοτσαμπάμπα και τη Λα Πας), μπορεί κανείς να γυρίσει πίσω ή να συνεχίσει το ταξίδι προς τη Βραζιλία, την Αργεντινή ή την Παραγουάη, είτε αεροπορικώς είτε οδικώς. Στο Μπουένος Άιρες μπορεί να φτάσει κανείς και με τον όχι τόσο άνετο σιδηρόδρομο (διάρκεια ταξιδιού 3 ημέρες) και στη Βραζιλία με τον σιδηρόδρομο (μία φορά την εβδομάδα) που οδηγεί στην Κορουμπά και στον ποταμό Παραγουάη (ποταμόπλοιο για την Ασουνσιόν και το Μπουένος Άιρες), απ’ όπου μια πιο άνετη βραζιλιάνικη γραμμή συνεχίζει (με καθημερινά δρομολόγια) για το Σάο Πάολο (σε 50 ώρες, με βαγκόν-λι). Ένα άλλο δρομολόγιο για τη Βραζιλία, που ο υποψήφιος ταξιδιώτης πρέπει να το αντιμετωπίσει με αθλητικό πνεύμα, είναι εκείνο που από την Τρινιδάδ (αεροπλάνο, λεωφορείο και στη συνέχεια σκάφος από την Κοτσαμπάμπα) κατεβαίνει με καθόλου άνετη ποτάμια υπηρεσία στη Μαμορέ, έως το μεθοριακό λιμάνι Γκουαγιαραμερίν (αεροπλάνο, σιδηρόδρομος και δρόμος για την Πόρτο Βέλιο, απ’ όπου διάφορες αεροπορικές γραμμές καθώς και σκάφος για τη Μανάους και τον αυτοκινητόδρομο για τη Βραζιλία, επιτρέπουν τη συνέχιση του ταξιδιού).
Ξενοδοχειακές μονάδες. Καλός, αν και όχι υψηλής στάθμης, είναι ο ξενοδοχειακός εξοπλισμός στη Λα Πας, και ανεκτός της Σούκρε, της Κοτσαμπάμπα, της Σάντα Κρους και της Ποτοσί· πιο απλός, και μερικές φορές στοιχειώδης, είναι ο ξενοδοχειακός εξοπλισμός των μικρότερων κέντρων.Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, στη χώρα ζούσαν το 2001 περίπου 100 Έλληνες.
Η πίσω όψη του χαρτονομίσματος των 200 μπολιβιάνο που εκδόθηκε το 2001.
Το δυτικό τμήμα της Βολιβίας διασχίζεται από την οροσειρά των Άνδεων? στη φωτογραφία, τοπίο των Άνδεων στην Κορδιλιέρα Ρεάλ (φωτ. Almasy).
Άποψη της πόλης Ποτοσί, σημαντικού εμπορικού και εξορυκτικού κέντρου της Βολιβίας (φωτ. Toti).
Χωρικοί στην προανδική περιοχή? μολονότι η χώρα διαθέτει τεράστιο ορυκτό πλούτο, τα δύο τρία του πληθυσμού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία (φωτ. Toti).
Η αρχαία Πύλη του Ήλιου, στα σύνορα με το Περού (φωτ. Toti).
Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα εκτελέστηκε το 1967 στη Βολιβία και στη μνήμη του δημιουργήθηκε το «Μουσείο Τσε» στην πόλη Βαλεγκράντε.
Τον Δεκέμβριο του 1995 η βολιβιανή κυβέρνηση ερεύνησε μια περιοχή κοντά στο Βολεγκράντε, όπου κατά τις πληροφορίες είχε ταφεί ο Τσε Γκεβάρα μαζί με άλλους αντάρτες.
Το κυβερνητικό μέγαρο στη Σούκρε, στην επίσημη πρωτεύουσα της Βολιβίας, εντυπωσιακό κτίριο αναγεννησιακού και αποικιακού ρυθμού.
Η Πύλη του Ήλιου, που χρονολογείται πολύ πριν από την εποχή των Ίνκας.
Η λαϊκή τέχνη στη Βολιβία? μια «κολορέρα», γυναίκα που χρησιμοποιεί επιδέξια συνδυασμούς διαφόρων χρωμάτων (φωτ. Βολιβιανού Τουρισμού).
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Βολιβίας Έκταση: 1.098.581 τ. χλμ. Πληθυσμός: 8.445.134 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σούκρε (επίσημη, 195.000 κάτ. το 2002) και Λα Πας (διοικητική, 793.000 κάτ. το 2002)
Άποψη της Βολισσού στη Χίο. Στην κορυφή του λόφου διακρίνεται κάστρο της εποχής των Γενοβέζων.
Φωτογραφία της λίμνης Ποoπό της Βολιβίας από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Ιανουάριο του 1990, από ύψος 335 χλμ. (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Ένας τύπος Ινδιάνου του βολιβιανού πληθυσμού. Οι αυτόχθονες φτάνουν σε αυτή τη χώρα το μεγαλύτερο ποσοστό ολόκληρης της λατινοαμερικανικής ηπείρου.
Παρότι η Βολιβία είναι πλούσια χώρα χάρη στον ορυκτό της πλούτο, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού παραμένει συνδεδεμένο με μια γεωργική οικονομία συντήρησης.
Ο αντιβασιλιάς μπαίνει στην Ποτοσί, το μεγάλο κέντρο εκμετάλλευσης των πλούσιων ορυχείων αργύρου.
Ένα άγαλμα-υποστύλωμα που βρέθηκε στα ερείπια της πόλης Τιαουανάκο, που αποτελούσε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο, στο οποίο συγκεντρώνονταν για προσκύνημα οι πιστοί.
Αγάλματα–υποστηλώματα του περιβόλου της Τιαουανάκο, με ανθρώπινη μορφή.
Μέρος του ναού του Σαν Φρανσίσκο (18ος αι.) στη Λα Πας, που εξαιτίας του πλούτου και της εκλεπτυσμένης διακόσμησής του αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα έργα του ανδικού μπαρόκ.
Ένας φολκλορικός χορός των Κέτσουα, που έχουν διατηρήσει ανέπαφο έως τις μέρες μας το σύνολο των αρχαίων παραδόσεών τους.
Αγορά ρούχων σε οικισμό των Άνδεων της Βολιβίας.
Η κοιλάδα της Σελήνης κοντά στη Λα Πας. Τα απόκρημνα ανδικά υψίπεδα προσφέρουν σε αυτούς που τα κατοικούν, κυρίως στους αυτόχθονες, ένα περιβάλλον από τα πιο δύσκολα και αφιλόξενα της Γης.
Ένα είδος χλωρίδας υψομέτρου, τυπικό της ανδικής περιοχής πάνω από τα 4.000 μ. Συνδεδεμένη με τις υψομετρικές λωρίδες και τις κλιματικές συνθήκες -με ιδιαίτερη αναφορά στην ποσότητα των βροχοπτώσεων- η φυτική κάλυψη του εδάφους της Βολιβίας περνά από τα υγρά δάση στους ξηρόφιλους σχηματισμούς των υποερημικών περιοχών.
Η περιοχή γύρω από τη λίμνη Τιτικάκα παρουσιάζει τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για την εγκατάσταση οικισμών και γι’ αυτό είναι από τις πιο πυκνοκατοικημένες ολόκληρης της Βολιβίας.
Dictionary of Greek. 2013.